κοπροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br />qui sert à porter du fumier.<br />'''Étymologie:''' [[κόπρος]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui sert à porter du fumier.<br />'''Étymologie:''' [[κόπρος]], [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κοπροφόρος''': -ον, φέρων, μεταφέρων κόπρον, [[ὄνος]] Πολυδ. Ζ΄, 134· [[κόφινος]] κ., [[πλήρης]] κόπρου, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 6.
|elnltext=κοπροφόρος -ον [κόπρος, φέρω] mest vervoerend:. κόφινος κ. mestmand Xen. Mem. 3.8.6.
}}
{{elru
|elrutext='''κοπροφόρος:''' [[служащий для переноски навоза]] ([[κόφινος]] Xen.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κοπροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά [[κοπριά]]· [[κόφινος]] κ., [[κοφίνι]] με [[κοπριά]], σε Ξεν.
|lsmtext='''κοπροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά [[κοπριά]]· [[κόφινος]] κ., [[κοφίνι]] με [[κοπριά]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κοπροφόρος:''' [[служащий для переноски навоза]] ([[κόφινος]] Xen.).
|lstext='''κοπροφόρος''': -ον, φέρων, μεταφέρων κόπρον, [[ὄνος]] Πολυδ. Ζ΄, 134· [[κόφινος]] κ., [[πλήρης]] κόπρου, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 6.
}}
{{elnl
|elnltext=κοπροφόρος -ον [κόπρος, φέρω] mest vervoerend:. κόφινος κ. mestmand Xen. Mem. 3.8.6.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κοπρο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[carrying]] [[dung]]; [[κόφινος]] κ. a [[dung]]- [[basket]], Xen.
|mdlsjtxt=κοπρο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[carrying]] [[dung]]; [[κόφινος]] κ. a [[dung]]- [[basket]], Xen.
}}
}}

Revision as of 21:04, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπροφόρος Medium diacritics: κοπροφόρος Low diacritics: κοπροφόρος Capitals: ΚΟΠΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: koprophóros Transliteration B: koprophoros Transliteration C: koproforos Beta Code: koprofo/ros

English (LSJ)

ον, carrying dung, Poll.7.134; ὄνος Id.1.226; κόφινος κ. dung-basket, X.Mem.3.8.6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert à porter du fumier.
Étymologie: κόπρος, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοπροφόρος -ον [κόπρος, φέρω] mest vervoerend:. κόφινος κ. mestmand Xen. Mem. 3.8.6.

Russian (Dvoretsky)

κοπροφόρος: служащий для переноски навоза (κόφινος Xen.).

Greek Monolingual

κοπροφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει κοπριά ή αυτός με τον οποίο μεταφέρεται η κοπριάκόφινος κοπροφόρος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -φόρος (< φέρω)].

Greek Monotonic

κοπροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά κοπριά· κόφινος κ., κοφίνι με κοπριά, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κοπροφόρος: -ον, φέρων, μεταφέρων κόπρον, ὄνος Πολυδ. Ζ΄, 134· κόφινος κ., πλήρης κόπρου, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 6.

Middle Liddell

κοπρο-φόρος, ον φέρω
carrying dung; κόφινος κ. a dung- basket, Xen.