παντοβίης: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui dompte tout par la force.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[βία]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui dompte tout par la force.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[βία]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παντοβίης''': -ου, ὁ, ὁ τοὺς πάντας καταβάλλων, κατανικῶν, [[Ἀχέρων]] Ἀνθ. Π. 7. 732.
|elnltext=παντοβίης -ου [πᾶς, βία] allen met geweld overwinnend.
}}
{{elru
|elrutext='''παντοβίης:''' ου adj. m все одолевающий, всепобеждающий ([[Ἀχέρων]] Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παντοβίης:''' -ου, ὁ ([[βιάω]]), αυτός που καταβάλλει, νικά όλους τους άλλους, σε Ανθ.
|lsmtext='''παντοβίης:''' -ου, ὁ ([[βιάω]]), αυτός που καταβάλλει, νικά όλους τους άλλους, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παντοβίης:''' ου adj. m все одолевающий, всепобеждающий ([[Ἀχέρων]] Anth.).
|lstext='''παντοβίης''': -ου, ὁ, ὁ τοὺς πάντας καταβάλλων, κατανικῶν, [[Ἀχέρων]] Ἀνθ. Π. 7. 732.
}}
{{elnl
|elnltext=παντοβίης -ου [πᾶς, βία] allen met geweld overwinnend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παντο-βίης, ου, ὁ, [[βιάω]]<br />all-[[overpowering]], Anth.
|mdlsjtxt=παντο-βίης, ου, ὁ, [[βιάω]]<br />all-[[overpowering]], Anth.
}}
}}

Revision as of 21:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντοβίης Medium diacritics: παντοβίης Low diacritics: παντοβίης Capitals: ΠΑΝΤΟΒΙΗΣ
Transliteration A: pantobíēs Transliteration B: pantobiēs Transliteration C: pantoviis Beta Code: pantobi/hs

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ, all-overpowering, Ἀχέρων AP7.732 (Theodorid.).

German (Pape)

[Seite 463] ὁ, der Allesbewältiger, Ἀχέρων, Theodorid. 10 (VII, 732).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui dompte tout par la force.
Étymologie: πᾶν, βία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παντοβίης -ου [πᾶς, βία] allen met geweld overwinnend.

Russian (Dvoretsky)

παντοβίης: ου adj. m все одолевающий, всепобеждающий (Ἀχέρων Anth.).

Greek Monolingual

ό, Α
αυτός που καταβάλλει τους πάντες, που νικά τους πάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -βίης (< βία), πρβλ. δεινο-βίης].

Greek Monotonic

παντοβίης: -ου, ὁ (βιάω), αυτός που καταβάλλει, νικά όλους τους άλλους, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

παντοβίης: -ου, ὁ, ὁ τοὺς πάντας καταβάλλων, κατανικῶν, Ἀχέρων Ἀνθ. Π. 7. 732.

Middle Liddell

παντο-βίης, ου, ὁ, βιάω
all-overpowering, Anth.