πάναισχρος: Difference between revisions

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0456.png Seite 456]] ganz häßlich, schändlich, B. A. 60; Sp.; superl., παναισχίστην τέρψιν, Mel. 115 (VI, 163).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0456.png Seite 456]] ganz häßlich, schändlich, B. A. 60; Sp.; superl., παναισχίστην τέρψιν, Mel. 115 (VI, 163).
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πάναισχρος''': -ον, ὁ [[πάνυ]] [[αἰσχρός]], [[ὥστε]] πάναισχρον (τὸ [[πρᾶγμα]]) δοκεῖν ἐξεταζόμενον Δίων Χρυσ. 1. 584· ὑπερθετ. παναισχίστη [[τέρψις]] Ἀνθολ. Π. 6. 163. - Ἐπίρρ. -ρως, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[πάνυ]] αἰσχρῶς, Πολύβ. 4. 58, 11, Τζέτζ. Ἱστ. 6, 45.
|elnltext=πάναισχρος -ον [πᾶς, αἰσχρός] superl. παναίσχιστος, allerschandaligst.
}}
{{elru
|elrutext='''πάναισχρος:''' [[глубоко постыдный]], [[позорнейший]] Anth.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''πάναισχρος:''' -ον, = [[παναισχής]]· υπερθ. <i>-[[αίσχιστος]]</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''πάναισχρος:''' -ον, = [[παναισχής]]· υπερθ. <i>-[[αίσχιστος]]</i>, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πάναισχρος:''' [[глубоко постыдный]], [[позорнейший]] Anth.
|lstext='''πάναισχρος''': -ον, ὁ [[πάνυ]] [[αἰσχρός]], [[ὥστε]] πάναισχρον (τὸ [[πρᾶγμα]]) δοκεῖν ἐξεταζόμενον Δίων Χρυσ. 1. 584· ὑπερθετ. παναισχίστη [[τέρψις]] Ἀνθολ. Π. 6. 163. - Ἐπίρρ. -ρως, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[πάνυ]] αἰσχρῶς, Πολύβ. 4. 58, 11, Τζέτζ. Ἱστ. 6, 45.
}}
{{elnl
|elnltext=πάναισχρος -ον [πᾶς, αἰσχρός] superl. παναίσχιστος, allerschandaligst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πάν-αισχρος, ον, = [[παναισχής]]; Sup. -αίσχιστος Anth.]
|mdlsjtxt=πάν-αισχρος, ον, = [[παναισχής]]; Sup. -αίσχιστος Anth.]
}}
}}

Revision as of 21:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰναισχρος Medium diacritics: πάναισχρος Low diacritics: πάναισχρος Capitals: ΠΑΝΑΙΣΧΡΟΣ
Transliteration A: pánaischros Transliteration B: panaischros Transliteration C: panaischros Beta Code: pa/naisxros

English (LSJ)

ον, = παναίσχης, D.Chr.31.35, Ptol.Tetr.172: Sup., παναισχίστη τέρψις AP6.163 (Mel.). Adv. -ρως Plb.4.58.11, Tz.H. 6.44.

German (Pape)

[Seite 456] ganz häßlich, schändlich, B. A. 60; Sp.; superl., παναισχίστην τέρψιν, Mel. 115 (VI, 163).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάναισχρος -ον [πᾶς, αἰσχρός] superl. παναίσχιστος, allerschandaligst.

Russian (Dvoretsky)

πάναισχρος: глубоко постыдный, позорнейший Anth.

Greek Monolingual

πάναισχρος, -ον (Α)
1. πάρα πολύ άσχημος, εντελώς δύσμορφος, πανάσχημος, παναίσχης
2. αισχρότατος, τελείως αναίσχυντος.
επίρρ...
παναίσχρως (ΑΜ)
αισχρότατα, αναίσχυντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἰσχρός.

Greek Monotonic

πάναισχρος: -ον, = παναισχής· υπερθ. -αίσχιστος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πάναισχρος: -ον, ὁ πάνυ αἰσχρός, ὥστε πάναισχρον (τὸ πρᾶγμα) δοκεῖν ἐξεταζόμενον Δίων Χρυσ. 1. 584· ὑπερθετ. παναισχίστη τέρψις Ἀνθολ. Π. 6. 163. - Ἐπίρρ. -ρως, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πάνυ αἰσχρῶς, Πολύβ. 4. 58, 11, Τζέτζ. Ἱστ. 6, 45.

Middle Liddell

πάν-αισχρος, ον, = παναισχής; Sup. -αίσχιστος Anth.]