πεφυκότως: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>adv.</i><br />par une aptitude naturelle, naturellement.<br />'''Étymologie:''' [[πέφυκα]].
|btext=<i>adv.</i><br />par une aptitude naturelle, naturellement.<br />'''Étymologie:''' [[πέφυκα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πεφῡκότως''': Ἐπίρρ. τοῦ φύω, (πέφυκα), κατὰ φύσιν, φύσει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πεπλασμένως]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 4.
|elnltext=πεφυκότως, adv. van ptc. perf. van φύομαι, op een natuurlijke manier.
}}
{{elru
|elrutext='''πεφυκότως:''' [[естественно]], [[натурально]] (μὴ [[πεπλασμένως]], ἀλλὰ π. Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πεφῡκότως:''' επίρρ. του [[πέφυκα]], [[φυσικά]], σε Αριστ.
|lsmtext='''πεφῡκότως:''' επίρρ. του [[πέφυκα]], [[φυσικά]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πεφυκότως:''' [[естественно]], [[натурально]] (μὴ [[πεπλασμένως]], ἀλλὰ π. Arst.).
|lstext='''πεφῡκότως''': Ἐπίρρ. τοῦ φύω, (πέφυκα), κατὰ φύσιν, φύσει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πεπλασμένως]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 4.
}}
{{elnl
|elnltext=πεφυκότως, adv. van ptc. perf. van φύομαι, op een natuurlijke manier.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[adverb of [[πέφυκα]]<br />[[naturally]], Arist.
|mdlsjtxt=[adverb of [[πέφυκα]]<br />[[naturally]], Arist.
}}
}}

Revision as of 21:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεφῡκότως Medium diacritics: πεφυκότως Low diacritics: πεφυκότως Capitals: ΠΕΦΥΚΟΤΩΣ
Transliteration A: pephykótōs Transliteration B: pephykotōs Transliteration C: pefykotos Beta Code: pefuko/tws

English (LSJ)

Adv. of φύω (πέφῡκα), naturally, opp. πεπλασμένως, Arist.Rh.1404b19.

German (Pape)

[Seite 607] adv. zum part. perf. von φύω, der Natur gemäß, von Natur, dem πεπλασμένως entggstzt, λέγειν Arist. rhet. 3, 2, u. Sp.

French (Bailly abrégé)

adv.
par une aptitude naturelle, naturellement.
Étymologie: πέφυκα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεφυκότως, adv. van ptc. perf. van φύομαι, op een natuurlijke manier.

Russian (Dvoretsky)

πεφυκότως: естественно, натурально (μὴ πεπλασμένως, ἀλλὰ π. Arst.).

Greek Monolingual

Α
επίρρ. φυσικά, με φυσικότητα («δεῖ... μὴ δοκεῖν λέγειν πεπλασμένως, ἀλλὰ πεφυκότως», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. πεφυκώς, -ότος του φύω].

Greek Monotonic

πεφῡκότως: επίρρ. του πέφυκα, φυσικά, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

πεφῡκότως: Ἐπίρρ. τοῦ φύω, (πέφυκα), κατὰ φύσιν, φύσει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πεπλασμένως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 4.

Middle Liddell

[adverb of πέφυκα
naturally, Arist.