πολλαχῶς: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>adv.</i><br />de beaucoup de manières.<br />'''Étymologie:''' *πολλαχός.
|btext=<i>adv.</i><br />de beaucoup de manières.<br />'''Étymologie:''' *πολλαχός.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολλᾰχῶς''': ἐπίρρ., κατὰ πολλοὺς τρόπους. Ἰσοκρ. 42C, Δημ. 601. 9, κτλ.· π. λέγεσθαι, μὲ πολλὰς ἐννοίας, σημασίας, Ἀριστ. Τοπ. 2. 3, 1 κἑξ., Πολιτικ. 3. 3, 4 κ. ἀλλ.
|elnltext=πολλαχῶς [~ πολύς] adv., op veel manieren.
}}
{{elru
|elrutext='''πολλᾰχῶς:'''<br /><b class="num">1)</b> [[многими способами]] (οὐχ ἑνὶ τρόπῳ, ἀλλὰ π. Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[во многих смыслах]], [[в различных значениях]] (λέγεσθαι Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολλᾰχῶς:''' επίρρ., με πολλούς τρόπους, σε Δημ. κ.λπ.
|lsmtext='''πολλᾰχῶς:''' επίρρ., με πολλούς τρόπους, σε Δημ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολλᾰχῶς:'''<br /><b class="num">1)</b> [[многими способами]] (οὐχ ἑνὶ τρόπῳ, ἀλλὰ π. Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[во многих смыслах]], [[в различных значениях]] (λέγεσθαι Arst.).
|lstext='''πολλᾰχῶς''': ἐπίρρ., κατὰ πολλοὺς τρόπους. Ἰσοκρ. 42C, Δημ. 601. 9, κτλ.· π. λέγεσθαι, μὲ πολλὰς ἐννοίας, σημασίας, Ἀριστ. Τοπ. 2. 3, 1 κἑξ., Πολιτικ. 3. 3, 4 κ. ἀλλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολλαχῶς [~ πολύς] adv., op veel manieren.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλᾰχῶς Medium diacritics: πολλαχῶς Low diacritics: πολλαχώς Capitals: ΠΟΛΛΑΧΩΣ
Transliteration A: pollachō̂s Transliteration B: pollachōs Transliteration C: pollachos Beta Code: pollaxw=s

English (LSJ)

Adv. in many ways, Diog.Apoll. 2, Isoc.4.8, D.22.25, etc.; π. λέγεσθαι in many senses, Arist.Top.158b10, Pol.1276a23.

German (Pape)

[Seite 658] auf vielerlei, vielfältige Art; Plat. Conv. 209 e; Isocr. 4, 8; Ggstz von ἑνὶ τρόπῳ, Dem. 22, 25; Pol. 9, 2, 1 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

adv.
de beaucoup de manières.
Étymologie: *πολλαχός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολλαχῶς [~ πολύς] adv., op veel manieren.

Russian (Dvoretsky)

πολλᾰχῶς:
1) многими способами (οὐχ ἑνὶ τρόπῳ, ἀλλὰ π. Dem.);
2) во многих смыслах, в различных значениях (λέγεσθαι Arst.).

Greek Monolingual

πολλαχῶς ΝΜΑ
επίρρ.
1. με πολλούς και διαφόρους τρόπους, ποικιλοτρόπως («οὐκ ἑνὶ ἔδωκε τρόπω... λαμβάνειν δίκην... ἀλλὰ πολλαχῶς», Δημοσθ.)
2. με πολλές έννοιες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο)- του πολύς + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -ῶς (πρβλ. παντ-αχ-ώς)].

Greek Monotonic

πολλᾰχῶς: επίρρ., με πολλούς τρόπους, σε Δημ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πολλᾰχῶς: ἐπίρρ., κατὰ πολλοὺς τρόπους. Ἰσοκρ. 42C, Δημ. 601. 9, κτλ.· π. λέγεσθαι, μὲ πολλὰς ἐννοίας, σημασίας, Ἀριστ. Τοπ. 2. 3, 1 κἑξ., Πολιτικ. 3. 3, 4 κ. ἀλλ.

Middle Liddell

in many ways, Dem., etc.

English (Woodhouse)

in many ways

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search