πλουτογαθής: Difference between revisions

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ής, ές :<br />dont l'opulence réjouit.<br />'''Étymologie:''' dor. pour *πλουτογηθής, de [[πλοῦτος]] et [[γηθέω]].
|btext=ής, ές :<br />dont l'opulence réjouit.<br />'''Étymologie:''' dor. pour *πλουτογηθής, de [[πλοῦτος]] et [[γηθέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλουτογᾱθής''': -ές, Δωρ. ἀντὶ -γηθής, ([[γηθέω]]) ὁ εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ πλούτῳ, [[πλούσιος]], Αἰσχύλ. Χο. 801.
|elnltext=πλουτογᾱθής -ές [πλοῦτος, γηθέω] Dor., van rijkdom bloeiend, rijk.
}}
{{elru
|elrutext='''πλουτογᾱθής:''' дор. = * [[πλουτογηθής]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πλουτογᾱθής:''' -ές, Δωρ. αντί <i>-γηθής</i> ([[γηθέω]]), αυτός που ευφραίνεται με τον πλούτο, [[πλούσιος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πλουτογᾱθής:''' -ές, Δωρ. αντί <i>-γηθής</i> ([[γηθέω]]), αυτός που ευφραίνεται με τον πλούτο, [[πλούσιος]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλουτογᾱθής:''' дор. = * [[πλουτογηθής]].
|lstext='''πλουτογᾱθής''': -ές, Δωρ. ἀντὶ -γηθής, ([[γηθέω]]) ὁ εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ πλούτῳ, [[πλούσιος]], Αἰσχύλ. Χο. 801.
}}
{{elnl
|elnltext=πλουτογᾱθής -ές [πλοῦτος, γηθέω] Dor., van rijkdom bloeiend, rijk.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πλουτο-γᾱθής, ές [[γηθέω]]<br />[[rejoicing]] in [[riches]], [[wealthy]], Aesch.
|mdlsjtxt=πλουτο-γᾱθής, ές [[γηθέω]]<br />[[rejoicing]] in [[riches]], [[wealthy]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 21:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλουτογᾱθής Medium diacritics: πλουτογαθής Low diacritics: πλουτογαθής Capitals: ΠΛΟΥΤΟΓΑΘΗΣ
Transliteration A: ploutogathḗs Transliteration B: ploutogathēs Transliteration C: ploutogathis Beta Code: ploutogaqh/s

English (LSJ)

ές, Dor. for -γηθής, (γηθέω) delighting by or in riches, wealthy, μυχός A.Ch.801 (lyr., πλουταγαθῆ cod. M.).

German (Pape)

[Seite 638] ές, dor. statt πλουτογηθής, durch Reichthum erfreuend; μυχός, Aesch. Ch. 790, nach Turneb. Conj., die alte Lesart πλουταγαθής, vornehmreich, reich adelig, ist gegen das Versmaaß.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dont l'opulence réjouit.
Étymologie: dor. pour *πλουτογηθής, de πλοῦτος et γηθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλουτογᾱθής -ές [πλοῦτος, γηθέω] Dor., van rijkdom bloeiend, rijk.

Russian (Dvoretsky)

πλουτογᾱθής: дор. = * πλουτογηθής.

Greek Monolingual

και πλουταγαθής, -ές, Α
1. αυτός που χαίρεται με τα πλούτη
2. αυτός που έχει άφθονα πλούτη, πάμπλουτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + -γᾱθής / -γηθής (< γῆθος< γηθῶ «ευφραίνω»), πρβλ. μελι-γαθής, πολυ-γαθής].

Greek Monotonic

πλουτογᾱθής: -ές, Δωρ. αντί -γηθής (γηθέω), αυτός που ευφραίνεται με τον πλούτο, πλούσιος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πλουτογᾱθής: -ές, Δωρ. ἀντὶ -γηθής, (γηθέω) ὁ εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ πλούτῳ, πλούσιος, Αἰσχύλ. Χο. 801.

Middle Liddell

πλουτο-γᾱθής, ές γηθέω
rejoicing in riches, wealthy, Aesch.