πολυτρίπους: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οδος (ὁ, ἡ)<br />riche en trépieds.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τρίπους]].
|btext=οδος (ὁ, ἡ)<br />riche en trépieds.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τρίπους]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολυτρίπους''': [], ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλοὺς τρίποδας, Ἀνθ. Π. 7. 709.
|elnltext=πολυτρίπους -ποδος [πολύς, τρίπους] rijk aan drievoeten.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυτρίπους:''' 2, gen. ποδος (ῐ) имеющий много (священных) треножников ([[Σπάρτα]] Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολυτρίπους:''' [ῐ], ὁ, ἡ, [[άφθονος]] σε τρίποδες, σε Ανθ.
|lsmtext='''πολυτρίπους:''' [ῐ], ὁ, ἡ, [[άφθονος]] σε τρίποδες, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολυτρίπους:''' 2, gen. ποδος (ῐ) имеющий много (священных) треножников ([[Σπάρτα]] Anth.).
|lstext='''πολυτρίπους''': [ῐ], ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλοὺς τρίποδας, Ἀνθ. Π. 7. 709.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυτρίπους -ποδος [πολύς, τρίπους] rijk aan drievoeten.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολυ-τρῐ́πους,<br />abounding in tripods, Anth.
|mdlsjtxt=πολυ-τρῐ́πους,<br />abounding in tripods, Anth.
}}
}}

Revision as of 21:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτρίπους Medium diacritics: πολυτρίπους Low diacritics: πολυτρίπους Capitals: ΠΟΛΥΤΡΙΠΟΥΣ
Transliteration A: polytrípous Transliteration B: polytripous Transliteration C: polytripous Beta Code: polutri/pous

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, ἡ, gen. ποδος, abounding in tripods, AP 7.709 (Alexander).

German (Pape)

[Seite 675] οδος, reich an Dreifüßen, Sparta, Alex. Aet. 3 (VII, 709).

French (Bailly abrégé)

οδος (ὁ, ἡ)
riche en trépieds.
Étymologie: πολύς, τρίπους.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυτρίπους -ποδος [πολύς, τρίπους] rijk aan drievoeten.

Russian (Dvoretsky)

πολυτρίπους: 2, gen. ποδος (ῐ) имеющий много (священных) треножников (Σπάρτα Anth.).

Greek Monolingual

-ποδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλούς τρίποδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τρίπους.

Greek Monotonic

πολυτρίπους: [ῐ], ὁ, ἡ, άφθονος σε τρίποδες, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυτρίπους: [ῐ], ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλοὺς τρίποδας, Ἀνθ. Π. 7. 709.

Middle Liddell

πολυ-τρῐ́πους,
abounding in tripods, Anth.