πορνίδιον: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br />petite catin.<br />'''Étymologie:''' [[πόρνη]].
|btext=ου (τό) :<br />petite catin.<br />'''Étymologie:''' [[πόρνη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πορνίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πόρνη]], Ἀριστοφ., κλπ. [πορνῐδῐον, Ἀριστοφ. Νεφ. 997, Κωμ. Ἀνώνυμ. 6· ἐν Βατρ. 1031, πορνῑδιον· ἀλλὰ τὸ [[χωρίον]] τοῦτο πιθανῶς [[εἶναι]] ἐφθαρμένον, ἐκτὸς ἂν ὑπολάβωμεν μεσάζοντα τύπον, πορνίον, ἴδε Dawes Misc. σ. 213.]
|elnltext=πορνίδιον -ου, τό, demin. van πόρνη, hoertje.
}}
{{elru
|elrutext='''πορνίδιον:''' (νῑ!) τό Arph. demin. к [[πόρνη]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πορνίδιον:''' τό, υποκορ. του [[πόρνη]], σε Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''πορνίδιον:''' τό, υποκορ. του [[πόρνη]], σε Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πορνίδιον:''' (νῑ!) τό Arph. demin. к [[πόρνη]].
|lstext='''πορνίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πόρνη]], Ἀριστοφ., κλπ. [πορνῐδῐον, Ἀριστοφ. Νεφ. 997, Κωμ. Ἀνώνυμ. 6· ἐν Βατρ. 1031, πορνῑδιον· ἀλλὰ τὸ [[χωρίον]] τοῦτο πιθανῶς [[εἶναι]] ἐφθαρμένον, ἐκτὸς ἂν ὑπολάβωμεν μεσάζοντα τύπον, πορνίον, ἴδε Dawes Misc. σ. 213.]
}}
{{elnl
|elnltext=πορνίδιον -ου, τό, demin. van πόρνη, hoertje.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πορνίδιον]], ου, τό, [Dim. of [[πόρνη]], Ar., etc.]
|mdlsjtxt=[[πορνίδιον]], ου, τό, [Dim. of [[πόρνη]], Ar., etc.]
}}
}}

Revision as of 21:33, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορνίδιον Medium diacritics: πορνίδιον Low diacritics: πορνίδιον Capitals: ΠΟΡΝΙΔΙΟΝ
Transliteration A: pornídion Transliteration B: pornidion Transliteration C: pornidion Beta Code: porni/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of foreg., Ar.(v. infr.), etc. [πορνῐδῐον, Ar.Nu.997, Men. Pk.150, Com.Adesp.120, but πορνῑδῐον (Dim. of πόρνη), Ar.Ra. 1301.]

German (Pape)

[Seite 684] τό, dim. von πόρνη, kleine Hure; Ar. Nubb. 984 Ran. 1297, in welcher letzteren Stelle die zweite Sylbe lang gebraucht ist, s. Dawes misc. p. 213; auch in sp. Prosa, wie Luc. Tim. 23.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite catin.
Étymologie: πόρνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορνίδιον -ου, τό, demin. van πόρνη, hoertje.

Russian (Dvoretsky)

πορνίδιον: (νῑ!) τό Arph. demin. к πόρνη.

Greek Monotonic

πορνίδιον: τό, υποκορ. του πόρνη, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πορνίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πόρνη, Ἀριστοφ., κλπ. [πορνῐδῐον, Ἀριστοφ. Νεφ. 997, Κωμ. Ἀνώνυμ. 6· ἐν Βατρ. 1031, πορνῑδιον· ἀλλὰ τὸ χωρίον τοῦτο πιθανῶς εἶναι ἐφθαρμένον, ἐκτὸς ἂν ὑπολάβωμεν μεσάζοντα τύπον, πορνίον, ἴδε Dawes Misc. σ. 213.]

Middle Liddell

πορνίδιον, ου, τό, [Dim. of πόρνη, Ar., etc.]