πορνίδιον
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
τό, Dim. of πόρνη, Ar. (v. infr.), etc. [πορνῐδῐον, Ar. Nu. 997, Men. Pk. 150, Com.Adesp. 120, but πορνῑδῐον (Dim. of *πορνίον), Ar. Ra. 1301.]
German (Pape)
[Seite 684] τό, dim. von πόρνη, kleine Hure; Ar. Nubb. 984 Ran. 1297, in welcher letzteren Stelle die zweite Sylbe lang gebraucht ist, s. Dawes misc. p. 213; auch in sp. Prosa, wie Luc. Tim. 23.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite catin.
Étymologie: πόρνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πορνίδιον -ου, τό, demin. van πόρνη, hoertje.
Russian (Dvoretsky)
πορνίδιον: (νῑ!) τό Arph. demin. к πόρνη.
Greek Monotonic
πορνίδιον: τό, υποκορ. του πόρνη, σε Αριστοφ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
πορνίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πόρνη, Ἀριστοφ., κλπ. [πορνῐδῐον, Ἀριστοφ. Νεφ. 997, Κωμ. Ἀνώνυμ. 6· ἐν Βατρ. 1031, πορνῑδιον· ἀλλὰ τὸ χωρίον τοῦτο πιθανῶς εἶναι ἐφθαρμένον, ἐκτὸς ἂν ὑπολάβωμεν μεσάζοντα τύπον, πορνίον, ἴδε Dawes Misc. σ. 213.]