Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πορφυρεύς: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>1</b> pêcheur de coquillages à pourpre;<br /><b>2</b> teinturier en pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[πορφύρα]].
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>1</b> pêcheur de coquillages à pourpre;<br /><b>2</b> teinturier en pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[πορφύρα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πορφῠρεύς''': έως, , ἁλιεὺς πορφύρας, ὁ ἁλιεύων κογχύλια πορφύρας, Λατ. purpurarius, Ἡρόδ. 4. 151, Ἀριστ. Προβλ. 38. 2· ― [[οὕτως]] ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 672, ὁ Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 234 διορθοῖ [[βίος]] πορφυρέως [[θαλάσσιος]] ἀντὶ [[πορφυροῦς]].
|elnltext=πορφυρεύς -έως, ὁ [πορφύρα] purpervisser.
}}
{{elru
|elrutext='''πορφῠρεύς:''' έως ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ловец багрянок]] (οἱ ἁλιεῖς καὶ πορφυρεῖς Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[торговец пурпуром]] Her.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πορφῠρεύς:''' -έως, ὁ, [[ψαράς]] πορφυρών κοχυλιών, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πορφῠρεύς:''' -έως, ὁ, [[ψαράς]] πορφυρών κοχυλιών, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πορφῠρεύς:''' έως ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ловец багрянок]] (οἱ ἁλιεῖς καὶ πορφυρεῖς Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[торговец пурпуром]] Her.
|lstext='''πορφῠρεύς''': έως, , ἁλιεὺς πορφύρας, ὁ ἁλιεύων κογχύλια πορφύρας, Λατ. purpurarius, Ἡρόδ. 4. 151, Ἀριστ. Προβλ. 38. 2· ― [[οὕτως]] ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 672, ὁ Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 234 διορθοῖ [[βίος]] πορφυρέως [[θαλάσσιος]] ἀντὶ [[πορφυροῦς]].
}}
{{elnl
|elnltext=πορφυρεύς -έως, ὁ [πορφύρα] purpervisser.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πορφῠρεύς, έως, ὁ,<br />a [[fisher]] for [[purple]] [[fish]], Hdt.
|mdlsjtxt=πορφῠρεύς, έως, ὁ,<br />a [[fisher]] for [[purple]] [[fish]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 21:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφυρεύς Medium diacritics: πορφυρεύς Low diacritics: πορφυρεύς Capitals: ΠΟΡΦΥΡΕΥΣ
Transliteration A: porphyreús Transliteration B: porphyreus Transliteration C: porfyreys Beta Code: porfureu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, fisher for purple fish, Hdt.4.151, Arist.Pr.966b25, Ph.1.35, prob.in E. Fr.670.

German (Pape)

[Seite 686] ὁ, Purpurfischer, -sänger, -färber; Her. 4, 151; Luc. Tox. 18; Ael. H. A. 7, 34.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
1 pêcheur de coquillages à pourpre;
2 teinturier en pourpre.
Étymologie: πορφύρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορφυρεύς -έως, ὁ [πορφύρα] purpervisser.

Russian (Dvoretsky)

πορφῠρεύς: έως ὁ
1) ловец багрянок (οἱ ἁλιεῖς καὶ πορφυρεῖς Arst.);
2) торговец пурпуром Her.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
ο αλιέας πορφυρών, αυτός που μαζεύει κοχύλια - πορφύρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + κατάλ. -εύς (πρβλ. πομπ-εύς)].

Greek Monotonic

πορφῠρεύς: -έως, ὁ, ψαράς πορφυρών κοχυλιών, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρεύς: έως, ὁ, ἁλιεὺς πορφύρας, ὁ ἁλιεύων κογχύλια πορφύρας, Λατ. purpurarius, Ἡρόδ. 4. 151, Ἀριστ. Προβλ. 38. 2· ― οὕτως ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 672, ὁ Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 234 διορθοῖ βίος πορφυρέως θαλάσσιος ἀντὶ πορφυροῦς.

Middle Liddell

πορφῠρεύς, έως, ὁ,
a fisher for purple fish, Hdt.