προδείελος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui fait <i>ou</i> se fait avant le coucher du soleil.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[δείελος]].
|btext=ος, ον :<br />qui fait <i>ou</i> se fait avant le coucher du soleil.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[δείελος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προδείελος''': -ον, πρὸ τῆς ἑσπέρας, πρ. ἔστιχεν Θεόκρ. 25. 223.
|elnltext=προ-δείελος -ον voor de avond plaatsvindend.
}}
{{elru
|elrutext='''προδείελος:''' [[предвечерний]]: π. στείχει Thuc. он идет в предвечерний час.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προδείελος:''' -ον, αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει [[πριν]] το [[απόγευμα]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''προδείελος:''' -ον, αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει [[πριν]] το [[απόγευμα]], σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προδείελος:''' [[предвечерний]]: π. στείχει Thuc. он идет в предвечерний час.
|lstext='''προδείελος''': -ον, πρὸ τῆς ἑσπέρας, πρ. ἔστιχεν Θεόκρ. 25. 223.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-δείελος -ον voor de avond plaatsvindend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προ-[[δείελος]], ον,<br />[[before]] [[evening]], Theocr.
|mdlsjtxt=προ-[[δείελος]], ον,<br />[[before]] [[evening]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 21:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδείελος Medium diacritics: προδείελος Low diacritics: προδείελος Capitals: ΠΡΟΔΕΙΕΛΟΣ
Transliteration A: prodeíelos Transliteration B: prodeielos Transliteration C: prodeielos Beta Code: prodei/elos

English (LSJ)

ον, before evening, π. ἔστιχεν Theoc.25.223.

German (Pape)

[Seite 714] vor Abend geschehend, σήραγγα προδείελος ἔστιχεν εἰς ἥν Theocr. 25, 223.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait ou se fait avant le coucher du soleil.
Étymologie: πρό, δείελος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-δείελος -ον voor de avond plaatsvindend.

Russian (Dvoretsky)

προδείελος: предвечерний: π. στείχει Thuc. он идет в предвечерний час.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που συμβαίνει ή γίνεται πριν από την εσπέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + δείελος «εσπερινός, δειλινός»].

Greek Monotonic

προδείελος: -ον, αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει πριν το απόγευμα, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

προδείελος: -ον, πρὸ τῆς ἑσπέρας, πρ. ἔστιχεν Θεόκρ. 25. 223.

Middle Liddell

προ-δείελος, ον,
before evening, Theocr.