περίλοιπος: Difference between revisions

From LSJ

πανταχόθεν ἐρανίζεσθαι τὴν ἡδονήν → cull pleasure from every side, cull pleasure from every source

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui reste, qui survit.<br />'''Étymologie:''' [[περιλείπομαι]].
|btext=ος, ον :<br />qui reste, qui survit.<br />'''Étymologie:''' [[περιλείπομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περίλοιπος''': -ον, = [[περιλιπής]], ὁ ἀπομείνας,! Ἀριστοφ.! Ἀποσπ. 208, Θουκ. 1. 74.
|elnltext=περίλοιπος -ον [περιλείπω] resterend.
}}
{{elru
|elrutext='''περίλοιπος:''' Thuc., Arph., Luc., Plut. = [[περιλιπής]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''περίλοιπος:''' -ον = [[περιλιπής]], σε Θουκ.
|lsmtext='''περίλοιπος:''' -ον = [[περιλιπής]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περίλοιπος:''' Thuc., Arph., Luc., Plut. = [[περιλιπής]].
|lstext='''περίλοιπος''': -ον, = [[περιλιπής]], ὁ ἀπομείνας,! Ἀριστοφ.! Ἀποσπ. 208, Θουκ. 1. 74.
}}
{{elnl
|elnltext=περίλοιπος -ον [περιλείπω] resterend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περίλοιπος]], ον, = [[περιλιπής]], Thuc.]
|mdlsjtxt=[[περίλοιπος]], ον, = [[περιλιπής]], Thuc.]
}}
}}

Revision as of 21:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίλοιπος Medium diacritics: περίλοιπος Low diacritics: περίλοιπος Capitals: ΠΕΡΙΛΟΙΠΟΣ
Transliteration A: períloipos Transliteration B: periloipos Transliteration C: periloipos Beta Code: peri/loipos

English (LSJ)

ον, περιλιπής (remaining, remnant, leftover, left, surviving), Ar.Fr.160, Th.1.74, al., Arist.Oec.1350b13, LXX Am.5.15.

German (Pape)

[Seite 582] = περιλιπής, Thuc. 1, 74 u. Sp., wie Luc. Tox. 2 Plut. Pericl. 36.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reste, qui survit.
Étymologie: περιλείπομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίλοιπος -ον [περιλείπω] resterend.

Russian (Dvoretsky)

περίλοιπος: Thuc., Arph., Luc., Plut. = περιλιπής.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ περιλείπομαι
υπόλοιπος.

Greek Monotonic

περίλοιπος: -ον = περιλιπής, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

περίλοιπος: -ον, = περιλιπής, ὁ ἀπομείνας,! Ἀριστοφ.! Ἀποσπ. 208, Θουκ. 1. 74.

Middle Liddell

περίλοιπος, ον, = περιλιπής, Thuc.]