πράσιμος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui se vend, qui est en vente.<br />'''Étymologie:''' [[πιπράσκω]].
|btext=ος, ον :<br />qui se vend, qui est en vente.<br />'''Étymologie:''' [[πιπράσκω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πράσῐμος''': -ον, ([[πρᾶσις]]) πρὸς πώλησιν, Λατ. venalis, Πλάτ. Νόμ. 847Ε, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 42.
|elnltext=πράσιμος -ον [πιπράσκω] te koop.
}}
{{elru
|elrutext='''πράσῐμος:''' () выставляемый на продажу, продажный (ζῷα Plat.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πράσῐμος:''' -ον ([[πρᾶσις]]), αυτός που προορίζεται για [[πώληση]], αυτός που μπορεί να πουληθεί, Λατ. [[venalis]], σε Ξεν.
|lsmtext='''πράσῐμος:''' -ον ([[πρᾶσις]]), αυτός που προορίζεται για [[πώληση]], αυτός που μπορεί να πουληθεί, Λατ. [[venalis]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πράσῐμος:''' () выставляемый на продажу, продажный (ζῷα Plat.).
|lstext='''πράσῐμος''': -ον, ([[πρᾶσις]]) πρὸς πώλησιν, Λατ. venalis, Πλάτ. Νόμ. 847Ε, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 42.
}}
{{elnl
|elnltext=πράσιμος -ον [πιπράσκω] te koop.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πράσῐμος Medium diacritics: πράσιμος Low diacritics: πράσιμος Capitals: ΠΡΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: prásimos Transliteration B: prasimos Transliteration C: prasimos Beta Code: pra/simos

English (LSJ)

[ᾱ], ον, (πρᾶσις) for sale, Pl.Lg.848a, X.Cyr.4.5.42, PSI 4.413.4 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 694] verkäuflich, feil; Plat. Legg. VIII, 847 e; Xen. Cyr. 4, 5, 42; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se vend, qui est en vente.
Étymologie: πιπράσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πράσιμος -ον [πιπράσκω] te koop.

Russian (Dvoretsky)

πράσῐμος: (ᾱ) выставляемый на продажу, продажный (ζῷα Plat.).

Greek Monolingual

-ον, Α πρᾱσις
αυτός που είναι προς πώληση, πωλήσιμος («πωλεῖν δὲ τοὺς καπήλους ὅ, τι ἔχει ἕκαστος πράσιμον», Ξεν.).

Greek Monotonic

πράσῐμος: -ον (πρᾶσις), αυτός που προορίζεται για πώληση, αυτός που μπορεί να πουληθεί, Λατ. venalis, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

πράσῐμος: -ον, (πρᾶσις) πρὸς πώλησιν, Λατ. venalis, Πλάτ. Νόμ. 847Ε, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 42.

Middle Liddell

πράσῐμος, ον, πρᾶσις
for sale, Lat. venalis, Xen.

English (Woodhouse)

for sale, on sale

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)