σάθη: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης (ἡ) :<br />le sexe de l'homme (Archil., AR Lys.).<br />'''Étymologie:''' DELG pê tiré de [[σαίνω]] avec le sens de « queue ».
|btext=ης (ἡ) :<br />le sexe de l'homme (Archil., AR Lys.).<br />'''Étymologie:''' DELG pê tiré de [[σαίνω]] avec le sens de « queue ».
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σάθη''': [], , τὸ ἀνδρικὸν [[αἰδοῖον]], Ἀριστοφ. Λυσ. 1119.
|elnltext=σάθη -ης, ἡ [σαίνω?] penis.
}}
{{elru
|elrutext='''σάθη:''' () Arph. = [[πόσθη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />το ανδρικό [[μόριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί από το θ. του ρ. [[σαίνω]] «[[κουνώ]] την [[ουρά]]» (<b>πρβλ.</b> <i>σά</i>-<i>νν</i>-<i>ιον</i> «ανδρικό [[μόριο]]») με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>θη</i>, το οποίο απαντά και σε άλλες συγγενείς σημασιολογικά λ. (<b>πρβλ.</b> <i>πόσ</i>-<i>θη</i>, <i>κύσ</i>-<i>θο</i>-<i>ς</i>). Η σημ. της λ. «ανδρικό [[μόριο]]» ερμηνεύεται από την [[ομοιότητα]] του ανδρικού μορίου με [[ουρά]]].
|mltxt=ἡ, Α<br />το ανδρικό [[μόριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί από το θ. του ρ. [[σαίνω]] «[[κουνώ]] την [[ουρά]]» (<b>πρβλ.</b> <i>σά</i>-<i>νν</i>-<i>ιον</i> «ανδρικό [[μόριο]]») με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>θη</i>, το οποίο απαντά και σε άλλες συγγενείς σημασιολογικά λ. (<b>πρβλ.</b> <i>πόσ</i>-<i>θη</i>, <i>κύσ</i>-<i>θο</i>-<i>ς</i>). Η σημ. της λ. «ανδρικό [[μόριο]]» ερμηνεύεται από την [[ομοιότητα]] του ανδρικού μορίου με [[ουρά]]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σάθη:''' () Arph. = [[πόσθη]].
|lstext='''σάθη''': [], , τὸ ἀνδρικὸν [[αἰδοῖον]], Ἀριστοφ. Λυσ. 1119.
}}
{{elnl
|elnltext=σάθη -ης, ἡ [σαίνω?] penis.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 21:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάθη Medium diacritics: σάθη Low diacritics: σάθη Capitals: ΣΑΘΗ
Transliteration A: sáthē Transliteration B: sathē Transliteration C: sathi Beta Code: sa/qh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, membrum virile, Archil.97 (prob.), Ar.Lys.1119.

German (Pape)

[Seite 857] ἡ, das männliche Glied, Ar. Lys. 1119.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
le sexe de l'homme (Archil., AR Lys.).
Étymologie: DELG pê tiré de σαίνω avec le sens de « queue ».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σάθη -ης, ἡ [σαίνω?] penis.

Russian (Dvoretsky)

σάθη: (ᾰ) ἡ Arph. = πόσθη.

Greek Monolingual

ἡ, Α
το ανδρικό μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί από το θ. του ρ. σαίνω «κουνώ την ουρά» (πρβλ. σά-νν-ιον «ανδρικό μόριο») με εκφραστικό επίθημα -θη, το οποίο απαντά και σε άλλες συγγενείς σημασιολογικά λ. (πρβλ. πόσ-θη, κύσ-θο-ς). Η σημ. της λ. «ανδρικό μόριο» ερμηνεύεται από την ομοιότητα του ανδρικού μορίου με ουρά].

Greek (Liddell-Scott)

σάθη: [ᾰ], ἡ, τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Λυσ. 1119.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: 'male member' (Ar. Lys. 1119, pob. also Archil. 67).
Compounds: ἀνδρο-σάθων, -σάθης m. name of Priapos (AB, H. a.o.).
Derivatives: σάθων, -ωνος m. = πόσθων (Telecl. a.o.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation as πόσθη (?) a.o.; cf. Chantraine Form. 367, also Specht Ursprung 252 f. (not probable). Perh. to σαίνω as "the tail".

Frisk Etymology German

σάθη: {sáthē}
Grammar: f.
Meaning:’männliches Glied' (Ar. Lys. 1119, wohl auch Archil. 67).
Composita: ἀνδροσάθων, -σάθης m. Ben. des Priapos (AB, H. u.a.).
Derivative: Davon σάθων, -ωνος m. = πόσθων (Telekl. u.a.);
Etymology: Bildung wie πόσθη u.a.; vgl. Chantraine Form. 367, auch Specht Ursprung 252 f. (nicht wahrscheinlich). Vielleicht zu σαίνω als "der Schwanz, der Wedel".
Page 2,670-671