σταμνίον: Difference between revisions
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>dim. de</i> [[στάμνος]]. | |btext=<i>dim. de</i> [[στάμνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σταμνίον -ου, τό, demin. van στάμνος, kruikje. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σταμνίον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[винный сосуд]], [[кружка]] Arph., Men.;<br /><b class="num">2)</b> Sext. = [[ἀμίς]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''σταμνίον:''' τό, υποκορ. του [[στάμνος]], μικρή [[στάμνα]] που προορίζεται για [[κρασί]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''σταμνίον:''' τό, υποκορ. του [[στάμνος]], μικρή [[στάμνα]] που προορίζεται για [[κρασί]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σταμνίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[στάμνος]], «στάμνα» οἴνου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 22, Λυσ. 196, 199, Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 3, Ἡσύχ. 2) = [[ἀμίς]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234, πρβλ. Φρύνιχ. 400. - Ὡσαύτως σταμνίσκος, ὁ, Πολυδ. Ζ΄, 162. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:07, 2 October 2022
English (LSJ)
τό,= σταμνάριον, Id.Lys.196,199, Men.129, PSI4.413.19 (iii B.C.), Inscr.Délos 399 A 40 (ii B.C.). 2 = ἀμίς, S.E.M.1.234, cf. Phryn.377.
German (Pape)
[Seite 929] τό, dim. von στάμνος; οἴνου, Ar. Lys. 196; Men. bei Ath. IV, 146 e; Plat. Ep. XIII, 361 a. Nach S. Emp. adv. gramm. 234 = ἀμίδιον.
French (Bailly abrégé)
dim. de στάμνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταμνίον -ου, τό, demin. van στάμνος, kruikje.
Russian (Dvoretsky)
σταμνίον: τό
1) винный сосуд, кружка Arph., Men.;
2) Sext. = ἀμίς.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. σταμνί.
Greek Monotonic
σταμνίον: τό, υποκορ. του στάμνος, μικρή στάμνα που προορίζεται για κρασί, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σταμνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ στάμνος, «στάμνα» οἴνου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 22, Λυσ. 196, 199, Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 3, Ἡσύχ. 2) = ἀμίς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234, πρβλ. Φρύνιχ. 400. - Ὡσαύτως σταμνίσκος, ὁ, Πολυδ. Ζ΄, 162.
Middle Liddell
σταμνίον, ου, τό, [Dim. of στάμνος
a wine-jar, Ar.