σιγηλός: Difference between revisions
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ή, όν :<br />silencieux, taciturne.<br />'''Étymologie:''' [[σιγή]]. | |btext=ή, όν :<br />silencieux, taciturne.<br />'''Étymologie:''' [[σιγή]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σιγηλός -ή -όν, Dor. σιγᾱλός [σιγή] zwijgzaam, stil. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῑγηλός:''' дор. [[σιγαλός|σῑγᾱλός]] 3<br /><b class="num">1)</b> [[молчащий]], [[безмолвный]], [[молчаливый]], Pind., Soph., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> [[лишенный дара речи]] (τὰ ζῷα Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''σῑγηλός:''' -ή, -όν, Δωρ. σῑγᾱλός, <i>-όν</i>, αυτός που ρέπει στη [[σιωπή]], [[σιωπηλός]], [[άφωνος]], σε Σοφ.· <i>τὰ σιγηλά</i>, [[σιωπή]], [[ησυχία]], σε Ευρ. | |lsmtext='''σῑγηλός:''' -ή, -όν, Δωρ. σῑγᾱλός, <i>-όν</i>, αυτός που ρέπει στη [[σιωπή]], [[σιωπηλός]], [[άφωνος]], σε Σοφ.· <i>τὰ σιγηλά</i>, [[σιωπή]], [[ησυχία]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σῑγηλός''': -ή, -όν, Δωρ. σῑγᾱλός, όν, Πινδ. Π. 9. 163· - ὁ ἔχων διάθεσιν πρὸς σιωπήν, [[σιωπηλός]], [[ἄφωνος]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, Σοφ. Τρ. 416, Φιλ. 741· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29· τὰ σιγηλά, [[σιωπή]], Εὐρ. Βάκχ. 1049. - Ἐπίρρ. -λως, Πολυδ. Ε΄, 147. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, Dor. σῑγᾱλός, όν, Pi.P.9.92:—silent, Hp.Acut.65, S.Ph.741, Nicopho 27; disposed to silence, S.Tr.416; of animals, Arist.HA488a34; τὰ ἐκ ποδῶν σιγηλὰ σῴζοντες E.Ba.1049. Adv. -λῶς Poll.5.147.
German (Pape)
[Seite 878] dor. σιγαλός, bei Pind. P. 9, 92 zweier Endungen, σἰγαλὸς ἀμηχανία, schweigsam, still, ruhig; Soph. Trach. 416 Phil. 731; Eur. Suppl. 583 Bacch. 1047.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
silencieux, taciturne.
Étymologie: σιγή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιγηλός -ή -όν, Dor. σιγᾱλός [σιγή] zwijgzaam, stil.
Russian (Dvoretsky)
σῑγηλός: дор. σῑγᾱλός 3
1) молчащий, безмолвный, молчаливый, Pind., Soph., Eur.;
2) лишенный дара речи (τὰ ζῷα Arst.).
Greek Monolingual
-ή, -ό / σιγηλός, -ή, -όν, ΝΑ
βλ. σιγαλός.
Greek Monotonic
σῑγηλός: -ή, -όν, Δωρ. σῑγᾱλός, -όν, αυτός που ρέπει στη σιωπή, σιωπηλός, άφωνος, σε Σοφ.· τὰ σιγηλά, σιωπή, ησυχία, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
σῑγηλός: -ή, -όν, Δωρ. σῑγᾱλός, όν, Πινδ. Π. 9. 163· - ὁ ἔχων διάθεσιν πρὸς σιωπήν, σιωπηλός, ἄφωνος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, Σοφ. Τρ. 416, Φιλ. 741· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29· τὰ σιγηλά, σιωπή, Εὐρ. Βάκχ. 1049. - Ἐπίρρ. -λως, Πολυδ. Ε΄, 147.
Middle Liddell
σῑγηλός, ή, όν
disposed to silence, silent, mute, Soph.; τὰ σιγηλά silence, Eur.