συγκοίμησις: Difference between revisions

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br />action de coucher avec.<br />'''Étymologie:''' [[συγκοιμάομαι]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action de coucher avec.<br />'''Étymologie:''' [[συγκοιμάομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγκοίμησις''': -εως, , τὸ συγκοιμᾶσθαι, κοιμᾶσθαι [[ὁμοῦ]], ἡ τῶν γυναικῶν ξ. Πλάτ. Φαῖδρ. 255Ε, πρβλ. Πολ. 460Β˙ μετά τινος Δίων Κ. 79. 13.
|elnltext=συγκοίμησις -εως, ἡ [συγκοιμάομαι] het samen slapen:. ἡ ἐξουσία τῆς τῶν γυναικῶν συγκοιμήσεως de gelegenheid om met vrouwen naar bed te gaan Plat. Resp. 460b.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκοίμησις:''' εως ἡ [[совместное]] (воз)лежание Plat.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκοίμησις:''' ἡ, το να κοιμάται [[κάποιος]] μαζί με κάποιον [[άλλο]], συγκοίμισμα, σε Πλάτ.
|lsmtext='''συγκοίμησις:''' ἡ, το να κοιμάται [[κάποιος]] μαζί με κάποιον [[άλλο]], συγκοίμισμα, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκοίμησις:''' εως ἡ [[совместное]] (воз)лежание Plat.
|lstext='''συγκοίμησις''': -εως, , τὸ συγκοιμᾶσθαι, κοιμᾶσθαι [[ὁμοῦ]], ἡ τῶν γυναικῶν ξ. Πλάτ. Φαῖδρ. 255Ε, πρβλ. Πολ. 460Β˙ μετά τινος Δίων Κ. 79. 13.
}}
{{elnl
|elnltext=συγκοίμησις -εως, ἡ [συγκοιμάομαι] het samen slapen:. ἡ ἐξουσία τῆς τῶν γυναικῶν συγκοιμήσεως de gelegenheid om met vrouwen naar bed te gaan Plat. Resp. 460b.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συγκοίμησις]], εως, [from συγκοιμάω]<br />a sleeping [[together]], Plat.
|mdlsjtxt=[[συγκοίμησις]], εως, [from συγκοιμάω]<br />a sleeping [[together]], Plat.
}}
}}

Revision as of 22:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκοίμησις Medium diacritics: συγκοίμησις Low diacritics: συγκοίμησις Capitals: ΣΥΓΚΟΙΜΗΣΙΣ
Transliteration A: synkoímēsis Transliteration B: synkoimēsis Transliteration C: sygkoimisis Beta Code: sugkoi/mhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, a sleeping together, lying with, ἡ τῶν γυναικῶν σ. Pl.R.460b, cf. Phdr.255e; μετὰ τῶν ἐραστῶν D.C.79.13.

German (Pape)

[Seite 968] ἡ, das Zusammen- od. Miteinanderschlafen, der Beischlaf; Plat. Phaedr. 255 e Rep. V, 460 b; μετά τινος, D. C. 79, 13.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de coucher avec.
Étymologie: συγκοιμάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκοίμησις -εως, ἡ [συγκοιμάομαι] het samen slapen:. ἡ ἐξουσία τῆς τῶν γυναικῶν συγκοιμήσεως de gelegenheid om met vrouwen naar bed te gaan Plat. Resp. 460b.

Russian (Dvoretsky)

συγκοίμησις: εως ἡ совместное (воз)лежание Plat.

Greek Monotonic

συγκοίμησις: ἡ, το να κοιμάται κάποιος μαζί με κάποιον άλλο, συγκοίμισμα, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκοίμησις: -εως, ἡ, τὸ συγκοιμᾶσθαι, κοιμᾶσθαι ὁμοῦ, ἡ τῶν γυναικῶν ξ. Πλάτ. Φαῖδρ. 255Ε, πρβλ. Πολ. 460Β˙ μετά τινος Δίων Κ. 79. 13.

Middle Liddell

συγκοίμησις, εως, [from συγκοιμάω]
a sleeping together, Plat.