συνδιημερεύω: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=passer la journée avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διημερεύω]].
|btext=passer la journée avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διημερεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνδιημερεύω''': [[διέρχομαι]] τὴν ἡμέραν μετά τινος, τινι Ξεν. Συμπ. 4. 44, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12, Ἠθικ. Νικ. 8. 13, 1· μετά τινων [[αὐτόθι]] 9. 4, 9.
|elnltext=συν-διημερεύω samen (met...) de dag doorbrengen, met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδιημερεύω:''' [[проводить день вместе]] (τινί Xen., Arst., Plut., реже [[μετά]] τινος Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συνδιημερεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, περνώ όλη την [[ημέρα]] μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''συνδιημερεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, περνώ όλη την [[ημέρα]] μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνδιημερεύω:''' [[проводить день вместе]] (τινί Xen., Arst., Plut., реже [[μετά]] τινος Arst.).
|lstext='''συνδιημερεύω''': [[διέρχομαι]] τὴν ἡμέραν μετά τινος, τινι Ξεν. Συμπ. 4. 44, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12, Ἠθικ. Νικ. 8. 13, 1· μετά τινων [[αὐτόθι]] 9. 4, 9.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-διημερεύω samen (met...) de dag doorbrengen, met dat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[spend]] the day with, τινί Xen.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[spend]] the day with, τινί Xen.
}}
}}

Revision as of 22:23, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιημερεύω Medium diacritics: συνδιημερεύω Low diacritics: συνδιημερεύω Capitals: ΣΥΝΔΙΗΜΕΡΕΥΩ
Transliteration A: syndiēmereúō Transliteration B: syndiēmereuō Transliteration C: syndiimereyo Beta Code: sundihmereu/w

English (LSJ)

spend one's days with, τινι X.Smp.4.44, Arist.Rh.1381a30, EN1162b16 (v.l. for συνημ-) ; ἐπισφαλὲς τοῖς ὑπὸ φθόης συνεχομένοις συνδιημερεύειν Gal.7.279; μετά τινων Arist.EN 1166b14 (v.l. for συνημ-).

German (Pape)

[Seite 1008] einen Tag mit einem Andern zu gleich, zusammen zubringen, verleben, τινί; Xen. Conv. 4, 44; Arist. rhet. 2, 4; Sp., wie Luc. Amor. 4; τοῖς ὴλικιώταις, Plut. Lycurg. 15.

French (Bailly abrégé)

passer la journée avec, τινι.
Étymologie: σύν, διημερεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διημερεύω samen (met...) de dag doorbrengen, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συνδιημερεύω: проводить день вместе (τινί Xen., Arst., Plut., реже μετά τινος Arst.).

Greek Monolingual

ΜΑ διημερεύω
περνώ την ημέρα μου με άλλον.

Greek Monotonic

συνδιημερεύω: μέλ. -σω, περνώ όλη την ημέρα μαζί με κάποιον, τινί, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιημερεύω: διέρχομαι τὴν ἡμέραν μετά τινος, τινι Ξεν. Συμπ. 4. 44, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12, Ἠθικ. Νικ. 8. 13, 1· μετά τινων αὐτόθι 9. 4, 9.

Middle Liddell

fut. σω
to spend the day with, τινί Xen.