προσφθεγκτός: Difference between revisions
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ή, όν :<br />à qui l'on adresse la parole : φωνῆς τινος SOPH salué <i>ou</i> interpellé par la voix de qqn.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[προσφθέγγομαι]]. | |btext=ή, όν :<br />à qui l'on adresse la parole : φωνῆς τινος SOPH salué <i>ou</i> interpellé par la voix de qqn.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[προσφθέγγομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προσφθεγκτός -ή -όν, Dor. ποτιφθεγκτός [προσφθέγγομαι] Dor. f. ποτιφθεγκτά, toegesproken:. οὐδὲ σοῦ φωνῆς ἔτι γενήσομαι προσφθεγκτός zal ik niet meer door jou toegesproken worden? Soph. Ph. 1067. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσφθεγκτός:''' дор. [[ποτιφθεγκτός]] 3 [adj. verb. к [[προσφθέγγομαι]]<br /><b class="num">1)</b> [[к которому обращена речь]]: οὐδὲ σοῦ φωνῆς [[ἔτι]] [[γενήσομαι]] π.; Soph. больше разве не услышу я твоего голоса?;<br /><b class="num">2)</b> [[обращающийся с речью]] Anth. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''προσφθεγκτός:''' Δωρ. [[ποτί]]-φθ-, -ον,<br /><b class="num">I.</b> προσφωνούμενος, αυτός προς τον οποίο απευθύνεται [[χαιρετισμός]], <i>σοῦ φωνῆς</i>, με τη [[φωνή]] [[σου]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που χαιρετά, σε Ανθ. | |lsmtext='''προσφθεγκτός:''' Δωρ. [[ποτί]]-φθ-, -ον,<br /><b class="num">I.</b> προσφωνούμενος, αυτός προς τον οποίο απευθύνεται [[χαιρετισμός]], <i>σοῦ φωνῆς</i>, με τη [[φωνή]] [[σου]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που χαιρετά, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προσφθεγκτός''': Δωρ. ποτιφθ-, ον, ὁ προσφθεγγόμενος, προσφωνούμενος, χαιρετιζόμενος, σοῦ φωνῆς, διὰ τῆς φωνῆς σου, Σοφ. Φιλ. 1067. ΙΙ. ἐνεργ., χαιρετίζων, Ἀνθ. Π. 7. 649. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[προσφθέγγομαι]]<br /><b class="num">I.</b> addressed, saluted, σοῦ φωνῆς by thy [[voice]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> act. saluting, Anth. | |mdlsjtxt=[from [[προσφθέγγομαι]]<br /><b class="num">I.</b> addressed, saluted, σοῦ φωνῆς by thy [[voice]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> act. saluting, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:30, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, Dor. ποτιφθ-, addressed, saluted, σοῦ φωνῆς by thy voice, S.Ph.1067, cf. AP7.649 (Anyt.).
German (Pape)
[Seite 786] angeredet, οὐδὲ σοῦ φωνῆς ἔτι γενήσομαι προσφθεγκτός, Soph. Phil. 1056. In dor. Form, ποτιφθεγκτά, Anyte 16 (VII, 649), anredend.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
à qui l'on adresse la parole : φωνῆς τινος SOPH salué ou interpellé par la voix de qqn.
Étymologie: adj. verb. de προσφθέγγομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσφθεγκτός -ή -όν, Dor. ποτιφθεγκτός [προσφθέγγομαι] Dor. f. ποτιφθεγκτά, toegesproken:. οὐδὲ σοῦ φωνῆς ἔτι γενήσομαι προσφθεγκτός zal ik niet meer door jou toegesproken worden? Soph. Ph. 1067.
Russian (Dvoretsky)
προσφθεγκτός: дор. ποτιφθεγκτός 3 [adj. verb. к προσφθέγγομαι
1) к которому обращена речь: οὐδὲ σοῦ φωνῆς ἔτι γενήσομαι π.; Soph. больше разве не услышу я твоего голоса?;
2) обращающийся с речью Anth.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α προσφθέγγομαι
αυτός που προσφωνείται ή ο άξιος να προσφωνηθεί.
Greek Monotonic
προσφθεγκτός: Δωρ. ποτί-φθ-, -ον,
I. προσφωνούμενος, αυτός προς τον οποίο απευθύνεται χαιρετισμός, σοῦ φωνῆς, με τη φωνή σου, σε Σοφ.
II. Ενεργ., αυτός που χαιρετά, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
προσφθεγκτός: Δωρ. ποτιφθ-, ον, ὁ προσφθεγγόμενος, προσφωνούμενος, χαιρετιζόμενος, σοῦ φωνῆς, διὰ τῆς φωνῆς σου, Σοφ. Φιλ. 1067. ΙΙ. ἐνεργ., χαιρετίζων, Ἀνθ. Π. 7. 649.
Middle Liddell
[from προσφθέγγομαι
I. addressed, saluted, σοῦ φωνῆς by thy voice, Soph.
II. act. saluting, Anth.