κλοπιμαῖος: Difference between revisions

From LSJ

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />volé, furtif.<br />'''Étymologie:''' [[κλοπή]].
|btext=α, ον :<br />volé, furtif.<br />'''Étymologie:''' [[κλοπή]].
}}
{{elnl
|elnltext=κλοπιμαῖος -α -ον [κλοπή] gestolen.
}}
{{elru
|elrutext='''κλοπῐμαῖος:''' [[краденый]], [[ворованный]] Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλοπῐμαῖος:''' -α, -ον = [[κλόπιος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''κλοπῐμαῖος:''' -α, -ον = [[κλόπιος]], σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=κλοπιμαῖος -α -ον [κλοπή] gestolen.
}}
{{elru
|elrutext='''κλοπῐμαῖος:''' [[краденый]], [[ворованный]] Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κλοπῐμαῖος, η, ον = [[κλόπιος]], Luc.]
|mdlsjtxt=κλοπῐμαῖος, η, ον = [[κλόπιος]], Luc.]
}}
}}

Revision as of 23:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλοπῐμαῖος Medium diacritics: κλοπιμαῖος Low diacritics: κλοπιμαίος Capitals: ΚΛΟΠΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: klopimaîos Transliteration B: klopimaios Transliteration C: klopimaios Beta Code: klopimai=os

English (LSJ)

α, ον, acquired by theft, Luc.Icar.20; βόες Ant.Lib.23.4. Adv. -αίως Gloss.

German (Pape)

[Seite 1456] = Folgdm; gestohlen, Luc. Icarom. 20 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
volé, furtif.
Étymologie: κλοπή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλοπιμαῖος -α -ον [κλοπή] gestolen.

Russian (Dvoretsky)

κλοπῐμαῖος: краденый, ворованный Luc.

Greek (Liddell-Scott)

κλοπῐμαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Λουκ. Ἰκαρ. 20, Ἀντων. Λιβερᾶλ. 23. ― Ἐπίρρ. -ως.

Greek Monolingual

-αία, -αίο (AM κλοπιμαῖος, -αία, -αῖον) κλόπιμος
αυτός που αποκτήθηκε με κλοπή, ο κλεμμένος (α. «η αστυνομία δεν έχει βρει ακόμη όλα τα κλοπιμαία αντικείμενα» β. «τὸ φῶς αὐτὸ κλοπιμαῖόν τε καὶ νόθον εἶναι», Λουκιαν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κλοπιμαίο
το κλεμμένο αντικείμενο.
επίρρ...
κλοπιμαίως (Α)
με κλοπιμαίο τρόπο.

Greek Monotonic

κλοπῐμαῖος: -α, -ον = κλόπιος, σε Λουκ.

Middle Liddell

κλοπῐμαῖος, η, ον = κλόπιος, Luc.]