περιπόθητος: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />très désiré <i>ou</i> très désirable.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ποθέω]].
|btext=ος, ον :<br />très désiré <i>ou</i> très désirable.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ποθέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=περιπόθητος -ον [περί, ποθέω] zeer begeerd, zeer geliefd.
}}
{{elru
|elrutext='''περιπόθητος:''' [[весьма желанный]] (τινι Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιπόθητος:''' -ον, υπερβολικά [[ποθητός]], σε Λουκ.
|lsmtext='''περιπόθητος:''' -ον, υπερβολικά [[ποθητός]], σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=περιπόθητος -ον [περί, ποθέω] zeer begeerd, zeer geliefd.
}}
{{elru
|elrutext='''περιπόθητος:''' [[весьма желанный]] (τινι Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περι-πόθητος, ον,<br />[[much]]-[[beloved]], Luc.
|mdlsjtxt=περι-πόθητος, ον,<br />[[much]]-[[beloved]], Luc.
}}
}}

Revision as of 23:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπόθητος Medium diacritics: περιπόθητος Low diacritics: περιπόθητος Capitals: ΠΕΡΙΠΟΘΗΤΟΣ
Transliteration A: peripóthētos Transliteration B: peripothētos Transliteration C: peripothitos Beta Code: peripo/qhtos

English (LSJ)

ον, much-beloved, J.AJ16.11.8, Luc.Tim.12, DMort. 9.2, Chor.Proc.8: Comp., App.BC3.4; π. ταλαιπώρημα Secund. Sent.9.

German (Pape)

[Seite 588] sehr erwünscht, sehr ersehnt od. geliebt, Sp., wie Luc. Tim. 12; compar., App. B. C. 3, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très désiré ou très désirable.
Étymologie: περί, ποθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπόθητος -ον [περί, ποθέω] zeer begeerd, zeer geliefd.

Russian (Dvoretsky)

περιπόθητος: весьма желанный (τινι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

περιπόθητος: -ον, ὡς καὶ νῦν, λίαν ποθητός, Λουκ. Τίμ. 12, Νεκρ. Διάλ. 9. 2, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / περιπόθητος, -ον, ΝΜΑ
ο πολύ ποθητός, πολυπόθητος, προσφιλέστατος («βλέπει τα περιπόθητα βουνά... της γλυκεράς πατρίδας», Κάλβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ποθητός (< ποθῶ)].

Greek Monotonic

περιπόθητος: -ον, υπερβολικά ποθητός, σε Λουκ.

Middle Liddell

περι-πόθητος, ον,
much-beloved, Luc.