τριώρυγος: Difference between revisions

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de trois brasses.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[ὀρύσσω]], [[ὄργυια]].
|btext=ος, ον :<br />de trois brasses.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[ὀρύσσω]], [[ὄργυια]].
}}
{{elnl
|elnltext=τριώρυγος -ον [τρι-, ὄργυια] van drie vadem.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐώρυγος:''' Xen. v. l. = [[τριόργυιος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 10: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τριώρυγος:''' [ῠ], -ον ([[ὀργυιά]]), αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] οργυιές, σε Ξεν.
|lsmtext='''τριώρυγος:''' [ῠ], -ον ([[ὀργυιά]]), αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] οργυιές, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=τριώρυγος -ον [τρι-, ὄργυια] van drie vadem.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐώρυγος:''' Xen. v. l. = [[τριόργυιος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τρι-]]ώρῠγος, ον, [[ὀργυιά]]<br />of [[three]] fathoms, Xen.
|mdlsjtxt=[[τρι-]]ώρῠγος, ον, [[ὀργυιά]]<br />of [[three]] fathoms, Xen.
}}
}}

Revision as of 00:10, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de trois brasses.
Étymologie: τρεῖς, ὀρύσσω, ὄργυια.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριώρυγος -ον [τρι-, ὄργυια] van drie vadem.

Russian (Dvoretsky)

τρῐώρυγος: Xen. v. l. = τριόργυιος.

Greek (Liddell-Scott)

τριώρῠγος: -ον, (ὀργυιὰ) τριῶν ὀργυιῶν· ὁ ἀρχαῖος Ἀττικ. τύπος ὃν ἀποκατέστησεν ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 1, 52 ὁ L. Dind. ἐκ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων (ἅτινα ἔχουσι τριώρων ἢ τριώρυον) ἀντὶ τριώργυιον· πρβλ. διώρυγος, πεντώρυγος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μήκος τρεις οργιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ώρυγος, σπάνια μορφή με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. οργυιά (πρβλ. πεντ-ώρυγος)].

Greek Monotonic

τριώρυγος: [ῠ], -ον (ὀργυιά), αυτός που αποτελείται από τρεις οργυιές, σε Ξεν.

Middle Liddell

τρι-ώρῠγος, ον, ὀργυιά
of three fathoms, Xen.