ἀκυβέρνητος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans pilote.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κυβερνάω]].
|btext=ος, ον :<br />sans pilote.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κυβερνάω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀκυβέρνητος]] -ον [ἀ-, [[κυβερνάω]] zonder stuurman.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκῠβέρνητος:''' [[не имеющий кормчего]], [[никем не управляемый]] ([[ἄλογος]] καὶ ἀ. Plut.; ἀ. καὶ [[ἀνηγεμόνευτος]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκῠβέρνητος:''' -ον ([[κυβερνάω]]), αυτός που είναι [[χωρίς]] κυβερνήτη ή πηδαλιούχο, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀκῠβέρνητος:''' -ον ([[κυβερνάω]]), αυτός που είναι [[χωρίς]] κυβερνήτη ή πηδαλιούχο, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκῠβέρνητος:''' [[не имеющий кормчего]], [[никем не управляемый]] ([[ἄλογος]] καὶ ἀ. Plut.; ἀ. καὶ [[ἀνηγεμόνευτος]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κυβερνάω]]<br />without [[steersman]], Plut.
|mdlsjtxt=[[κυβερνάω]]<br />without [[steersman]], Plut.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀκυβέρνητος]] -ον [ἀ-, [[κυβερνάω]] zonder stuurman.
}}
}}

Revision as of 11:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκῠβέρνητος Medium diacritics: ἀκυβέρνητος Low diacritics: ακυβέρνητος Capitals: ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΟΣ
Transliteration A: akybérnētos Transliteration B: akybernētos Transliteration C: akyvernitos Beta Code: a)kube/rnhtos

English (LSJ)

ον, without steersman, Ph.1.219, Plu.Caes.28, Luc. JTr.46: metaph., θυμός Ph.Fr.110 H., cf. 1.696; ἀμέλεια Onos.33.2.

Spanish (DGE)

-ον
sin timonel πλοῖον Ph.1.219, ἐν ἀναρχίᾳ πόλιν ὥσπερ ναῦν ἀ. ὑποφερομένην Plu.Caes.28, cf. Luc.ITr.46
fig. θυμός Ph.Fr.110H., ἄνθρωπος Plu.2.501d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans pilote.
Étymologie: , κυβερνάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκυβέρνητος -ον [ἀ-, κυβερνάω zonder stuurman.

Russian (Dvoretsky)

ἀκῠβέρνητος: не имеющий кормчего, никем не управляемый (ἄλογος καὶ ἀ. Plut.; ἀ. καὶ ἀνηγεμόνευτος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκῠβέρνητος: -ον, ἄνευ κυβερνήτου, πηδαλιούχου, Πλουτ. Καῖσ. 28, Λουκ., κ.τ.λ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκυβέρνητος, -ov)
1. (για πλοία, λέμβους κ.λπ.) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, πηδαλιούχο
2. (για πόλεις, κράτη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, αρχηγό
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καλή διακυβέρνηση, διοίκηση
2. αυτός που δεν μπορεί να διοικηθεί, ο ατίθασος
αρχ.
εκείνος που δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να ελεγχθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κυβερνῶ.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ακυβερνησία].

Greek Monotonic

ἀκῠβέρνητος: -ον (κυβερνάω), αυτός που είναι χωρίς κυβερνήτη ή πηδαλιούχο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

κυβερνάω
without steersman, Plut.