γαλακτώδης: Difference between revisions
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] ές, milchartig, Diphil. bei Ath. III, 91 b; Theophr.; [[τροφή]], Milchspeise, Arist. part. anim. 4, 11. Bei Medic. lau wie Milch. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] ές, milchartig, Diphil. bei Ath. III, 91 b; Theophr.; [[τροφή]], Milchspeise, Arist. part. anim. 4, 11. Bei Medic. lau wie Milch. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[γαλακτώδης]] -ες [[γάλα]] melkachtig, melk-, vermengd met melk. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γᾰλακτώδης:''' [[молочный]] ([[τροφή]], [[χρῶμα]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (AM [[γαλακτώδης]], -ες)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[γάλα]] στη [[λευκότητα]]<br /><b>2.</b> «[[γαλακτώδης]] [[χυμός]]» — ο [[θρεπτικός]] [[χυμός]] τών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χλιαρός]] σαν [[γάλα]] που [[μόλις]] έχει αρμεχτεί<br /><b>2.</b> (για [[κρασί]]) [[κρασί]] γλυκύτερο και πιο πηχτό από τα συνηθισμένα. | |mltxt=-ες (AM [[γαλακτώδης]], -ες)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[γάλα]] στη [[λευκότητα]]<br /><b>2.</b> «[[γαλακτώδης]] [[χυμός]]» — ο [[θρεπτικός]] [[χυμός]] τών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χλιαρός]] σαν [[γάλα]] που [[μόλις]] έχει αρμεχτεί<br /><b>2.</b> (για [[κρασί]]) [[κρασί]] γλυκύτερο και πιο πηχτό από τα συνηθισμένα. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:09, 3 October 2022
English (LSJ)
ες, A = γαλακτοειδής, ὑγρότης Arist.HA540b32; γ. τροφή Id.PA692a15; χυμός Thphr.CP6.4.1. 2 milk-warm, tepid, Herod.Med. ap. Orib.5.30.38, Antyll.ib.9.23.9, Alex.Trall.Febr. 4. 3 mixed with milk, οἶνος Hp.Epid.7.101.
Spanish (DGE)
-ες
1 semejante a la leche en el color, blanquecino de las heces, Hp.Epid.3.17.13, ὑγρότης Arist.HA 540b32, χυμός Thphr.CP 6.4.1, τόπος Luc.VH 2.26
•tibio como la leche recién ordeñada ὕδωρ Herod.Med. en Orib.5.30.38, Antyll. en Orib.9.23.9, Alex.Trall.1.363.18.
2 consistente en leche τροφή Arist.PA 692a15, Ph.1.522.
3 mezclado con leche οἶνος Hp.Epid.7.101, Pythag.Ep.4.3.
German (Pape)
[Seite 471] ές, milchartig, Diphil. bei Ath. III, 91 b; Theophr.; τροφή, Milchspeise, Arist. part. anim. 4, 11. Bei Medic. lau wie Milch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαλακτώδης -ες γάλα melkachtig, melk-, vermengd met melk.
Russian (Dvoretsky)
γᾰλακτώδης: молочный (τροφή, χρῶμα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτώδης: -ες, = γαλακτοειδής, ὑγρότης Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 5, 6· γ. τροφὴ ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 4. 11, 20· ― μεταφ., γ. λόγοι Εὐσ. Ε. Ι. 4. 23.2) ὡς τὸ γάλα χλιαρός. Ἱππ. 1235G.
Greek Monolingual
-ες (AM γαλακτώδης, -ες)
1. αυτός που μοιάζει με γάλα στη λευκότητα
2. «γαλακτώδης χυμός» — ο θρεπτικός χυμός τών φυτών
αρχ.
1. χλιαρός σαν γάλα που μόλις έχει αρμεχτεί
2. (για κρασί) κρασί γλυκύτερο και πιο πηχτό από τα συνηθισμένα.