Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κέφαλος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1428.png Seite 1428]] ὁ, ein Meerfisch, mit großem Kopfe, Ath. VII, 307 b, vgl. Arist. H. A. 5, 11. 8, 2 M.; Opp. Hal. 3, 482; Ael. H. A. 1, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1428.png Seite 1428]] ὁ, ein Meerfisch, mit großem Kopfe, Ath. VII, 307 b, vgl. Arist. H. A. 5, 11. 8, 2 M.; Opp. Hal. 3, 482; Ael. H. A. 1, 3.
}}
{{elnl
|elnltext=κέφαλος -ου, ὁ [κεφαλή] harder (soort vis).
}}
{{elru
|elrutext='''κέφᾰλος:''' ὁ [[кефаль]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[κέφαλος]]) [[κεφαλή]]<br />[[θαλάσσιος]] [[τελεόστεος]] κυπρινόμορφος οστεϊχθύς που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] τών μουγιλιδών.
|mltxt=ο (ΑΜ [[κέφαλος]]) [[κεφαλή]]<br />[[θαλάσσιος]] [[τελεόστεος]] κυπρινόμορφος οστεϊχθύς που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] τών μουγιλιδών.
}}
{{elru
|elrutext='''κέφᾰλος:''' ὁ [[кефаль]] Arst.
}}
{{elnl
|elnltext=κέφαλος -ου, ὁ [κεφαλή] harder (soort vis).
}}
}}

Revision as of 11:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέφᾰλος Medium diacritics: κέφαλος Low diacritics: κέφαλος Capitals: ΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: képhalos Transliteration B: kephalos Transliteration C: kefalos Beta Code: ke/falos

English (LSJ)

ὁ, a species of mullet, Hp.Int.6, Arist.HA543b16, Archipp. 12, Ephipp.12.2, Gal.6.708, Opp.H.1.111, Ael.NA1.3, 12, 13.19; κεστρέα τὸν κ. Archestr.Fr.45.2.

German (Pape)

[Seite 1428] ὁ, ein Meerfisch, mit großem Kopfe, Ath. VII, 307 b, vgl. Arist. H. A. 5, 11. 8, 2 M.; Opp. Hal. 3, 482; Ael. H. A. 1, 3.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέφαλος -ου, ὁ [κεφαλή] harder (soort vis).

Russian (Dvoretsky)

κέφᾰλος:кефаль Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κέφᾰλος: ὁ, θαλάσσιος ἰχθὺς ἔχων μεγάλην κεφαλήν, ὁ καὶ νῦν οὕτω καλούμενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 11, 3, Γαλ. κλπ., παρ’ Ἀθην. 307Β κἑξ., πρβλ. Ἀρχέστρ. αὐτόθι 311Α.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κέφαλος) κεφαλή
θαλάσσιος τελεόστεος κυπρινόμορφος οστεϊχθύς που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια τών μουγιλιδών.