κάρτιστος: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[κράτιστος]].
|btext=v. [[κράτιστος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κάρτιστος -η -ον ep. voor κράτιστος.
}}
{{elru
|elrutext='''κάρτιστος:''' эп. = [[κράτιστος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάρτιστος:''' Επικ. αντί [[κράτιστος]].
|lsmtext='''κάρτιστος:''' Επικ. αντί [[κράτιστος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κάρτιστος:''' эп. = [[κράτιστος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κάρτιστος -η -ον ep. voor κράτιστος.
}}
}}

Revision as of 11:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρτιστος Medium diacritics: κάρτιστος Low diacritics: κάρτιστος Capitals: ΚΑΡΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kártistos Transliteration B: kartistos Transliteration C: kartistos Beta Code: ka/rtistos

English (LSJ)

η, ον, Ep. for κράτιστος. καρτομιστής, ὁ, = κερτ-, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1331] ep. = κράτιστος, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

v. κράτιστος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάρτιστος -η -ον ep. voor κράτιστος.

Russian (Dvoretsky)

κάρτιστος: эп. = κράτιστος.

Greek (Liddell-Scott)

κάρτιστος: -η, -ον, Ἐπικ. ἀντὶ κράτιστος.

English (Autenrieth)

strongest, mightiest; neut., φυγέειν κάρτιστον ἀπ' αὐτῆς (sc. ἐστί), best, i. e. ‘the better part of valor,’ Od. 12.120.

Greek Monolingual

κάρτιστος, -ίστη, -ον (Α)
κράτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός του τ. κάρτων].

Greek Monotonic

κάρτιστος: Επικ. αντί κράτιστος.