πατρωός: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />beau-père.<br />'''Étymologie:''' [[πατήρ]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />beau-père.<br />'''Étymologie:''' [[πατήρ]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πατρωός -οῦ, ὁ [πατήρ] stiefvader. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πατρωός:''' ὁ [[отчим]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[πατρυιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πατρωός]] μαρτυρείται από την ελληνιστική [[εποχή]] και, [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει σχηματιστεί [[κατά]] το [[μητρυιά]] (<b>πρβλ.</b> [[πατρυιός]]) με [[επίδραση]] τών κατάλ. τών μτχ. παρακμ. -<i>ώς</i>, -<i>υῖα</i>, -<i>ός</i>. Είναι, όμως, [[εξίσου]] πιθανό η λ. να πλάστηκε από το θ. της λ. [[πάτρως]] «[[θείος]]»]. | |mltxt=ὁ, Α<br />[[πατρυιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πατρωός]] μαρτυρείται από την ελληνιστική [[εποχή]] και, [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει σχηματιστεί [[κατά]] το [[μητρυιά]] (<b>πρβλ.</b> [[πατρυιός]]) με [[επίδραση]] τών κατάλ. τών μτχ. παρακμ. -<i>ώς</i>, -<i>υῖα</i>, -<i>ός</i>. Είναι, όμως, [[εξίσου]] πιθανό η λ. να πλάστηκε από το θ. της λ. [[πάτρως]] «[[θείος]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, = πατρυιός, stepfather, Cerc.4.43, Plu. Cleom.11, Arat. 41, Artem.3.26, POxy. 1257.2 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 537] ὁ, = ἐπιπάτωρ, vgl. Poll. 3, 27, Stiefvater, Plut. Arat. 38 u. öfter bei Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
beau-père.
Étymologie: πατήρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατρωός -οῦ, ὁ [πατήρ] stiefvader.
Russian (Dvoretsky)
πατρωός: ὁ отчим Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πατρωός: ὁ, = πατρυιός, μητρυιός, Πλουτ. Κλεομέν. 11, Ἄρατ. 41.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πατρυιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πατρωός μαρτυρείται από την ελληνιστική εποχή και, κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί κατά το μητρυιά (πρβλ. πατρυιός) με επίδραση τών κατάλ. τών μτχ. παρακμ. -ώς, -υῖα, -ός. Είναι, όμως, εξίσου πιθανό η λ. να πλάστηκε από το θ. της λ. πάτρως «θείος»].