Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποινοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui punit ; [[αἱ]] ποινοποιοί les furies vengeresses.<br />'''Étymologie:''' [[ποινή]], [[ποιέω]].
|btext=ός, όν :<br />qui punit ; [[αἱ]] ποινοποιοί les furies vengeresses.<br />'''Étymologie:''' [[ποινή]], [[ποιέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=ποινοποιός -όν [ποινή, ποιέω] wraak nemend.
}}
{{elru
|elrutext='''ποινοποιός:''' [[несущий возмездие]], [[воздающий за преступления]]: αἱ ποινοποιοί (sc. θεαί) Luc. богини-карательницы.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που παίρνει [[εκδίκηση]], που επιβάλλει [[τιμωρία]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>αἱ ποινοποιοί</i><br />οι θεότητες της εκδίκησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποινή]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που παίρνει [[εκδίκηση]], που επιβάλλει [[τιμωρία]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>αἱ ποινοποιοί</i><br />οι θεότητες της εκδίκησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποινή]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ποινοποιός:''' [[несущий возмездие]], [[воздающий за преступления]]: αἱ ποινοποιοί (sc. θεαί) Luc. богини-карательницы.
}}
{{elnl
|elnltext=ποινοποιός -όν [ποινή, ποιέω] wraak nemend.
}}
}}

Revision as of 11:19, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποινοποιός Medium diacritics: ποινοποιός Low diacritics: ποινοποιός Capitals: ΠΟΙΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: poinopoiós Transliteration B: poinopoios Transliteration C: poinopoios Beta Code: poinopoio/s

English (LSJ)

όν, taking vengeance, αἱ π. the avenging goddesses, Ps.Luc. Philopatr.23.

German (Pape)

[Seite 652] Rache, Strafe bereitend, vollziehend, αἱ ποινοποιοί, die Rachegöttinnen, Luc. Philopatr. 23.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui punit ; αἱ ποινοποιοί les furies vengeresses.
Étymologie: ποινή, ποιέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποινοποιός -όν [ποινή, ποιέω] wraak nemend.

Russian (Dvoretsky)

ποινοποιός: несущий возмездие, воздающий за преступления: αἱ ποινοποιοί (sc. θεαί) Luc. богини-карательницы.

Greek (Liddell-Scott)

ποινοποιός: -όν, ὁ ἐκδικῶν, ἐκδίκησιν ἐνεργῶν, αἱ πινοποιοί, αἱ τῆς ἐκδικήσεως θεότητες, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 23.

Greek Monolingual

-όν, Α
1. αυτός που παίρνει εκδίκηση, που επιβάλλει τιμωρία
2. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ ποινοποιοί
οι θεότητες της εκδίκησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποινή + συνδετικό φωνήεν -ο- + -ποιός].