προσομιλητικός: Difference between revisions
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0774.png Seite 774]] ή, όν, zum Verkehr, zur Unterhaltung mit Andern gehörig, geschickt, Plat. Soph. 222 c, ἡ προσομιλητική, sc. [[τέχνη]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0774.png Seite 774]] ή, όν, zum Verkehr, zur Unterhaltung mit Andern gehörig, geschickt, Plat. Soph. 222 c, ἡ προσομιλητική, sc. [[τέχνη]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσομιλητικός -ή -όν [προσομιλέω] conversatie-:. ἡ προσομιλητική ( sc. τέχνη ) kunst van het converseren Plat. Sph. 222c. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσομῑλητικός:''' [[касающийся общения]], [[общественный]] Plat. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[προσομιλῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[προσομιλία]] ή ο [[αρμόδιος]] για [[συναναστροφή]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται με [[συναναστροφή]], [[επικοινωνία]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ προσομιλητική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] της συναναστροφής με τους άλλους ανθρώπους. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[προσομιλῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[προσομιλία]] ή ο [[αρμόδιος]] για [[συναναστροφή]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται με [[συναναστροφή]], [[επικοινωνία]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ προσομιλητική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] της συναναστροφής με τους άλλους ανθρώπους. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, of or for intercourse with others: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of discourse, Id.Sph.222c.
German (Pape)
[Seite 774] ή, όν, zum Verkehr, zur Unterhaltung mit Andern gehörig, geschickt, Plat. Soph. 222 c, ἡ προσομιλητική, sc. τέχνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσομιλητικός -ή -όν [προσομιλέω] conversatie-:. ἡ προσομιλητική ( sc. τέχνη ) kunst van het converseren Plat. Sph. 222c.
Russian (Dvoretsky)
προσομῑλητικός: касающийся общения, общественный Plat.
Greek (Liddell-Scott)
προσομῑλητικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς συναναστροφὴν μετ’ ἄλλων· ἡ -κὴ (ἐξυπακουομ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ προσομιλεῖν, Πλάτ. Σοφιστ. 222C.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α προσομιλῶ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσομιλία ή ο αρμόδιος για συναναστροφή
2. αυτός που γίνεται με συναναστροφή, επικοινωνία
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ προσομιλητική
(ενν. τέχνη) η τέχνη της συναναστροφής με τους άλλους ανθρώπους.