σᾶμα: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] τό, [[σαμαίνω]], dor. statt [[σῆμα]], [[σημαίνω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] τό, [[σαμαίνω]], dor. statt [[σῆμα]], [[σημαίνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σᾶμα -ατος, τό Dor. voor σῆμα.
}}
{{elru
|elrutext='''σᾶμα:''' τό дор. = [[σῆμα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σᾶμα:''' -ατος, τό, Δωρ. αντί [[σῆμα]], [[μνήμα]], [[τάφος]].
|lsmtext='''σᾶμα:''' -ατος, τό, Δωρ. αντί [[σῆμα]], [[μνήμα]], [[τάφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''σᾶμα:''' τό дор. = [[σῆμα]].
}}
{{elnl
|elnltext=σᾶμα -ατος, τό Dor. voor σῆμα.
}}
}}

Revision as of 11:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾶμα Medium diacritics: σᾶμα Low diacritics: σάμα Capitals: ΣΑΜΑ
Transliteration A: sâma Transliteration B: sama Transliteration C: sama Beta Code: sa=ma

English (LSJ)

τό, Dor. for σῆμα (q.v.).

German (Pape)

[Seite 860] τό, σαμαίνω, dor. statt σῆμα, σημαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σᾶμα -ατος, τό Dor. voor σῆμα.

Russian (Dvoretsky)

σᾶμα: τό дор. = σῆμα.

Greek (Liddell-Scott)

σᾶμα: τό, Δωρικ. ἀντὶ σῆμα, Πίνδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σᾶμα· μνῆμα, Δωριεῖς δὲ στοιχεῖον».

English (Slater)

ςᾱμα (σάματι, σᾶμα, σάμασιν.)
   a indication θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι (P. 4.199) πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις; (Scaliger: δις ἅμα codd. Dion. Hal.) (Pae. 9.13) fig., πείθονται δ' ἀοιδοὶ σάμασιν (sc. τῆς φόρμιγγος: i. e. notes) (P. 1.3)
   b tomb ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος (O. 10.24) τὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι (P. 9.82) ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται (πέρας ἅμα coni. Weiseler) (N. 7.20) Ἀμ]φιτρύωνί τε σᾶμα χέω[ν fr. 169. 48.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σήμα.

Greek Monotonic

σᾶμα: -ατος, τό, Δωρ. αντί σῆμα, μνήμα, τάφος.