κακόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui annonce un malheur.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[γλῶσσα]].
|btext=ος, ον :<br />qui annonce un malheur.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[γλῶσσα]].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκόγλωσσος:''' [[возвещающий беду]], [[зловещий]] ([[βοή]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκόγλωσσος:''' -ον ([[γλῶσσα]]), αυτός που ξεστομίζει [[κακά]], <i>βοὴ κ</i>., [[κραυγή]] δυστυχίας, σε Ευρ.
|lsmtext='''κᾰκόγλωσσος:''' -ον ([[γλῶσσα]]), αυτός που ξεστομίζει [[κακά]], <i>βοὴ κ</i>., [[κραυγή]] δυστυχίας, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκόγλωσσος:''' [[возвещающий беду]], [[зловещий]] ([[βοή]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκό-γλωσσος, ον [[γλῶσσα]]<br />ill-tongued, βοὴ κ. a cry of [[misery]], Eur.
|mdlsjtxt=κᾰκό-γλωσσος, ον [[γλῶσσα]]<br />ill-tongued, βοὴ κ. a cry of [[misery]], Eur.
}}
}}

Revision as of 12:19, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόγλωσσος Medium diacritics: κακόγλωσσος Low diacritics: κακόγλωσσος Capitals: ΚΑΚΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: kakóglōssos Transliteration B: kakoglōssos Transliteration C: kakoglossos Beta Code: kako/glwssos

English (LSJ)

ον, A ill-tongued, βοὴ κ. a cry of misery, E.Hec.661. II bringing evil [on oneself] by one's tongue, of Niobe, Call.Del.96.

German (Pape)

[Seite 1299] von böser, Unglück redender Zunge; βοή, Unglücksklagen, Eur. Hec. 661; Νιόβη, die zu ihrem Unglück gesprochen, Callim. Del. 96; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui annonce un malheur.
Étymologie: κακός, γλῶσσα.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόγλωσσος: возвещающий беду, зловещий (βοή Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόγλωσσος: -ον, κακόγλωσσος βοή, κραυγὴ δυστυχίας, Εὐρ. Ἑκ. 661. ΙΙ. ἐπιφέρων κακὸν (εἰς ἑαυτὸν) διὰ τῆς γλώσσης του, λαλῶν πρὸς ἰδίαν αὑτοῦ βλάβην, ἐπὶ τῆς Νιόβης, Καλλ. εἰς Δῆλον 96.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόγλωσσος, -ον)
αυτός που έχει κακή γλώσσα, κακολόγος, κουτσομπόλης
αρχ.
1. (για τη Νιόβη) αυτή που φέρνει με τα λόγια της κακό στον εαυτό της
2. φρ. «βοή κακόγλωσσος» — κραυγή που προμηνύει κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. ελευθερόγλωσσος, χρυσόγλωσσος].

Greek Monotonic

κᾰκόγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που ξεστομίζει κακά, βοὴ κ., κραυγή δυστυχίας, σε Ευρ.

Middle Liddell

κᾰκό-γλωσσος, ον γλῶσσα
ill-tongued, βοὴ κ. a cry of misery, Eur.