Πυρρικός: Difference between revisions
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />de Pyrrhus.<br />'''Étymologie:''' [[Πύρρος]]. | |btext=ή, όν :<br />de Pyrrhus.<br />'''Étymologie:''' [[Πύρρος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Πυρρικός:''' [[пирровский]]: τὰ πρόβατα τὰ καλούμενα Πυρρικά Arst. так называемая пирровская порода овец (якобы по имени царя Пирра). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Πυρρῐκός:''' -ή, -όν, ονομασμένος από τον Πύρρο, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''Πυρρῐκός:''' -ή, -όν, ονομασμένος από τον Πύρρο, σε Θεόκρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=Πυρρῐκός, ή, όν<br />named [[after]] [[Pyrrhus]], Theocr. | |mdlsjtxt=Πυρρῐκός, ή, όν<br />named [[after]] [[Pyrrhus]], Theocr. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, named after Pyrrhus, of a certain breed of sheep, Arist.HA522b24; prob. for πυρρίχας ib.595b18.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Pyrrhus.
Étymologie: Πύρρος.
Russian (Dvoretsky)
Πυρρικός: пирровский: τὰ πρόβατα τὰ καλούμενα Πυρρικά Arst. так называемая пирровская порода овец (якобы по имени царя Пирра).
Greek (Liddell-Scott)
Πυρρῐκός: -ή, -όν, ὁ ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ Πύρρου ὠνομασμένος, ἐπίθετον εἴδους τινὸς προβάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 3. 21, 3· ὅθεν εἶναι πιθανὸν ὅτι ἐν 8. 7, 3 (ἐν τῇ Ἠπείρῳ τὰς καλουμένας πυρρίχας βοῦς) Πυρρικὰς διορθωτέον· ὡσαύτως παρὰ Θεοκρ. (4. 20) ταῦρος ὁ πύρριχος, ἡ δευτέρα τοῦ Σχολ. ἑρμηνεία (ὁ Ἠπειρωτικός) ὑποδηλοῖ ὅτι ὑπῆρχε καὶ ἡ γραφὴ Πυρρικός.
Greek Monotonic
Πυρρῐκός: -ή, -όν, ονομασμένος από τον Πύρρο, σε Θεόκρ.