Φοίβειος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />de Phœbos.<br />'''Étymologie:''' [[Φοῖβος]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />de Phœbos.<br />'''Étymologie:''' [[Φοῖβος]].
}}
{{elru
|elrutext='''Φοίβειος:''' ион. [[Φοιβήϊος]] 3 и<br /><b class="num">1)</b> фебов, посвященный Фебу ([[ἱρόν]] Her.; [[λατρεία]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> вдохновленный Фебом ([[γυνή]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 10: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Φοίβειος:''' -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. [[Φοιβήϊος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>· αυτός που ανήκει στο Φοίβο, αφιερωμένος σε αυτόν, σε Ηρόδ., Ευρ.
|lsmtext='''Φοίβειος:''' -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. [[Φοιβήϊος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>· αυτός που ανήκει στο Φοίβο, αφιερωμένος σε αυτόν, σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''Φοίβειος:''' ион. [[Φοιβήϊος]] 3 и<br /><b class="num">1)</b> фебов, посвященный Фебу ([[ἱρόν]] Her.; [[λατρεία]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> вдохновленный Фебом ([[γυνή]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Φοίβειος]], η, ον<br />of [[Phoebus]], [[sacred]] to him, Hdt., Eur.
|mdlsjtxt=[[Φοίβειος]], η, ον<br />of [[Phoebus]], [[sacred]] to him, Hdt., Eur.
}}
}}

Revision as of 12:25, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de Phœbos.
Étymologie: Φοῖβος.

Russian (Dvoretsky)

Φοίβειος: ион. Φοιβήϊος 3 и
1) фебов, посвященный Фебу (ἱρόν Her.; λατρεία Eur.);
2) вдохновленный Фебом (γυνή Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

Φοίβειος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Ἴων 461· Ἰωνικ. Φοιβήιος, η, ον (ὡσαύτως, ἐν Εὐρ. Ι. Α. 756 (Λυρ.), πρβλ. Ἀχίλλειος)· ― ὁ εἰς τὸν Φοῖβον ἀνήκων ἢ ἱερὸς τοῦ Φοίβου, Ἡρόδ. 6, 61, Εὐρ. Φοίν. 225, Ἀποσπ. 859· ― θηλυκ. Φοιβηίς, ίδος, Ἀνθ. Π. 9. 201, κλπ.

Greek Monolingual

-εία, -ον, θηλ. και -ος, και ιων. τ. Φοιβήϊος, -ΐη, -ον, θηλ. και Φοιβηΐς, -ΐδος, Α Φοῑβος
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή είναι αφιερωμένος στον Φοίβο.

Greek Monotonic

Φοίβειος: -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. Φοιβήϊος, , -ον· αυτός που ανήκει στο Φοίβο, αφιερωμένος σε αυτόν, σε Ηρόδ., Ευρ.

Middle Liddell

Φοίβειος, η, ον
of Phoebus, sacred to him, Hdt., Eur.