Μαργίτης: Difference between revisions

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />Margitès :<br /><b>1</b> n. d'un personnage sot et infatué de lui-même;<br /><b>2</b> titre d'un poème satirique attribué à Homère.<br />'''Étymologie:''' [[μάργος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />Margitès :<br /><b>1</b> n. d'un personnage sot et infatué de lui-même;<br /><b>2</b> titre d'un poème satirique attribué à Homère.<br />'''Étymologie:''' [[μάργος]].
}}
{{elru
|elrutext='''Μαργίτης:''' ου (ῑ) ὁ Маргит (тип глупца, который, по преданию, послужил темой для одного гомеровского стихотворения) Arst., Polyb., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Μαργίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, ο [[Μαργίτης]], δηλ. [[ένας]] [[τρελός]] [[τύπος]], [[ήρωας]] ενός παρωδικού, ηρωϊκού ποιήματος, που αποδίδεται στον Όμηρο.
|lsmtext='''Μαργίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, ο [[Μαργίτης]], δηλ. [[ένας]] [[τρελός]] [[τύπος]], [[ήρωας]] ενός παρωδικού, ηρωϊκού ποιήματος, που αποδίδεται στον Όμηρο.
}}
{{elru
|elrutext='''Μαργίτης:''' ου (ῑ) ὁ Маргит (тип глупца, который, по преданию, послужил темой для одного гомеровского стихотворения) Arst., Polyb., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Μαργῑ́της, ου, ὁ, [[μάργος]]<br />Margites, i. e. a mad [[fellow]], [[hero]] of a [[mock]]-[[heroic]] [[poem]] ascribed to [[Homer]].
|mdlsjtxt=Μαργῑ́της, ου, ὁ, [[μάργος]]<br />Margites, i. e. a mad [[fellow]], [[hero]] of a [[mock]]-[[heroic]] [[poem]] ascribed to [[Homer]].
}}
}}

Revision as of 12:28, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μαργῑ́της Medium diacritics: Μαργίτης Low diacritics: Μαργίτης Capitals: ΜΑΡΓΙΤΗΣ
Transliteration A: Margítēs Transliteration B: Margitēs Transliteration C: Margitis Beta Code: *margi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (μάργος) Margites, i. e. madman, hero of a mock-heroic poem of the same name, ascribed to Homer, Arist.Po.1448b30, etc.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Margitès :
1 n. d'un personnage sot et infatué de lui-même;
2 titre d'un poème satirique attribué à Homère.
Étymologie: μάργος.

Russian (Dvoretsky)

Μαργίτης: ου (ῑ) ὁ Маргит (тип глупца, который, по преданию, послужил темой для одного гомеровского стихотворения) Arst., Polyb., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

Μαργίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (μάργος), δηλ. μανικός, ἠλίθιος ἄνθρωπος, ἥρως κωμικοῦ τινος ἡρωϊκοῦ ποιήματος τὸ αὐτὸ ὄνομα φέροντος καὶ ἀποδιδομένου εἰς τὸν Ὅμηρον· - πρβλ. τὸ Γερμ. Tyll Eugenspiegel. Ὁ Ἀριστ., Ποιητ. 4, 10, ἔχει διασώσῃ τέσσαρας στίχους τοῦ ποιήματος τούτου, - συνήθως τυπουμένους μετὰ τῶν Ὁμηρικ. ἀποσπασμάτων ἐν τέλει τῆς Ὀδ. Πάντα τὰ περὶ αὐτοῦ γνωστὰ συνελέγησαν ὑπὸ τοῦ Falbe ἐν Margite Homerico, 1798. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Μαργείτης (οὕτω)· μωρός τις, ἢ μὴ εἰδὼς μῖξιν γυναικός, κἂν γυνὴ προτρέπηται αὐτόν», καὶ «Μαργίτης (διὰ τοῦ ι)· μωρός τις μαινόμενος».

Greek Monotonic

Μαργίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ο Μαργίτης, δηλ. ένας τρελός τύπος, ήρωας ενός παρωδικού, ηρωϊκού ποιήματος, που αποδίδεται στον Όμηρο.

Middle Liddell

Μαργῑ́της, ου, ὁ, μάργος
Margites, i. e. a mad fellow, hero of a mock-heroic poem ascribed to Homer.