γραμματοδιδάσκαλος: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />maître d'école.<br />'''Étymologie:''' [[γράμμα]], [[διδάσκαλος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />maître d'école.<br />'''Étymologie:''' [[γράμμα]], [[διδάσκαλος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γραμμᾰτοδιδάσκᾰλος:''' ὁ Plut. = [[γραμματιστής]] 2. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[γραμματοδιδάσκαλος]])<br />αυτός που διδάσκει τα [[πρώτα]] γράμματα στους μαθητές<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατώτερος]] [[βαθμός]] δασκάλου. | |mltxt=ο (AM [[γραμματοδιδάσκαλος]])<br />αυτός που διδάσκει τα [[πρώτα]] γράμματα στους μαθητές<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατώτερος]] [[βαθμός]] δασκάλου. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, schoolmaster, SIG578.8 (Teos), Telesp.50 H., Phld. Acad.Ind.p.24 M., Plu.Alc.7, Porph.Plot.3,BGU1214.4; cf. γραμμοδιδασκαλίδης.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 maestro de primeras letras, maestro de escuela Teles p.50, SIG 578.7 (Teos II a.C.), Phld.Acad.Hist.9.2, Str.14.1.18, PMerton 113.8 (II d.C.), POxy.2421.48 (IV d.C.), Porph.Plot.3, BGU 1214.4 (IV d.C.), Hierocl.Facet.140, POxy.3952.40 (VII d.C.), Hsch.s.u. γραμματιστής.
2 en el Egipto ptol. redactor de contratos, escriba egipcio que actuaba como notario de derecho local τῶν ... Αἰγυπτίων γραμματοδιδασκάλων τῶν εἰωθότων γράφειν τὰ συναλλάγματα κατὰ τὸν τῆς χώρας νόμον BGU 1214.4 (II a.C.), cf. PRyl.572.10 (II a.C.) (dud.).
German (Pape)
[Seite 504] ὁ, = γραμματιστής, Plut. Alc. 7 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
maître d'école.
Étymologie: γράμμα, διδάσκαλος.
Russian (Dvoretsky)
γραμμᾰτοδιδάσκᾰλος: ὁ Plut. = γραμματιστής 2.
Greek (Liddell-Scott)
γραμμᾰτοδῐδάσκαλος: ὁ, διδάσκαλος, Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 15·― γραμμοδιδασκαλίδης Τίμων παρ’ Ἀθην. 588Β· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 669.
Greek Monolingual
ο (AM γραμματοδιδάσκαλος)
αυτός που διδάσκει τα πρώτα γράμματα στους μαθητές
νεοελλ.
κατώτερος βαθμός δασκάλου.