γενητός: Difference between revisions
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0482.png Seite 482]] geworden, entstanden, Plat. Tim. 28 b; dem [[ἀΐδιος]] entgegengesetzt Arist. coel. 1, 10. Vgl. [[γεννητός]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0482.png Seite 482]] geworden, entstanden, Plat. Tim. 28 b; dem [[ἀΐδιος]] entgegengesetzt Arist. coel. 1, 10. Vgl. [[γεννητός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γενητός:''' [[рожденный]], [[возникший]], [[сотворенный]] (Plat. - [[varia lectio|v.l.]] [[γεννητός]]; γ. καὶ [[φθαρτός]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γενητός]], -ή, -όν (AM)<br />αυτός που έχει δημιουργηθεί από άλλον ή πού [[είναι]] δυνατόν να δημιουργεί («[[λόγος]] ὤν [[δημιουργός]], [[ὕστερον]] πεποίηται [[ἀρχιερεύς]], ἐνδυσάμενος [[σῶμα]] τὸ γενητὸν καὶ ποιητόν», Μ. Αθαν. για την [[ενσάρκωση]] του Χριστού<br />«δύο κυρίοις λατρεύειν ἑνὶ μὲν ἀγενήτῳ τῷ δὲ ἑτέρῳ γενητῷ καὶ κτίσματι», Μ. Αθαν. για την [[αίρεση]] του Αρείου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (ινδοευρ. [[ρίζα]]) <i>gen</i>(<i>∂</i><sub>1</sub>)- του [[γίγνομαι]] (<b>βλ.</b> και [[γένημα]])]. | |mltxt=[[γενητός]], -ή, -όν (AM)<br />αυτός που έχει δημιουργηθεί από άλλον ή πού [[είναι]] δυνατόν να δημιουργεί («[[λόγος]] ὤν [[δημιουργός]], [[ὕστερον]] πεποίηται [[ἀρχιερεύς]], ἐνδυσάμενος [[σῶμα]] τὸ γενητὸν καὶ ποιητόν», Μ. Αθαν. για την [[ενσάρκωση]] του Χριστού<br />«δύο κυρίοις λατρεύειν ἑνὶ μὲν ἀγενήτῳ τῷ δὲ ἑτέρῳ γενητῷ καὶ κτίσματι», Μ. Αθαν. για την [[αίρεση]] του Αρείου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (ινδοευρ. [[ρίζα]]) <i>gen</i>(<i>∂</i><sub>1</sub>)- του [[γίγνομαι]] (<b>βλ.</b> και [[γένημα]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, (γενέσθαι) originated or originable, Arist.Cael.280b15 sqq., v.l. in Pl.Ti.28b, 28c, cf.Ph.1.3,al. (Freq. confused with γεννητός in codd.)
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): dór. γενατός Philol.B 21, frec. var. γενν-
I 1generado, creado, originado παράδειγμα Pl.Ti.28b (var.), ὁ κόσμος Ph.1.3, Ach.Tat.Intr.Arat.5, cf. Ocell.5, 8, 37, Numen.3.5, Athenag.Leg.19.1, Plot.2.4.5, Porph.Sent.14, Procl.Inst.45, Olymp.in Alc.118.16, φύσις Gr.Naz.M.35.413A, θεοί de los dioses paganos, Hippol.Haer.1.19.8, de la naturaleza humana de Cristo, Ath.Al.M.26.164A, del ‘Hijo’ para los arrianos, Ath.Al.M.26.353C
•subst. τὸ γ. el ser generado o creado op. al principio divino y ambos constituyentes del κόσμος Philol.l.c., τὰ γενητά seres creados, criaturas op. los dioses, Plu.2.880c, op. la esencia divina, Eus.DE 5.1.
2 susceptible de ser creado, circunstancial (τὸ πᾶν) γενητὸν ἀγένητον Heraclit.B 50, ἀρχαὶ καὶ αἴτια γενητά op. φθαρτά Arist.Metaph.1027a29, κίνησις Alex.Aphr.in Metaph.686.1
•subst. τὸ γ. Arist.Cael.280b15, Dam.Pr.93.
II adv. -ῶς a modo de cosa creada Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1380C.
German (Pape)
[Seite 482] geworden, entstanden, Plat. Tim. 28 b; dem ἀΐδιος entgegengesetzt Arist. coel. 1, 10. Vgl. γεννητός.
Russian (Dvoretsky)
γενητός: рожденный, возникший, сотворенный (Plat. - v.l. γεννητός; γ. καὶ φθαρτός Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
γενητός: -ή, -όν, (γενέσθαι), λαβὼν ἀρχήν, ἀντίθ. τῷ ἀίδιος, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 11, πιθ. γραφὴ ἐν Πλάτ. Τιμ. 28Β, 29C· πρβλ. γεννητός.
Greek Monolingual
γενητός, -ή, -όν (AM)
αυτός που έχει δημιουργηθεί από άλλον ή πού είναι δυνατόν να δημιουργεί («λόγος ὤν δημιουργός, ὕστερον πεποίηται ἀρχιερεύς, ἐνδυσάμενος σῶμα τὸ γενητὸν καὶ ποιητόν», Μ. Αθαν. για την ενσάρκωση του Χριστού
«δύο κυρίοις λατρεύειν ἑνὶ μὲν ἀγενήτῳ τῷ δὲ ἑτέρῳ γενητῷ καὶ κτίσματι», Μ. Αθαν. για την αίρεση του Αρείου).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ινδοευρ. ρίζα) gen(∂1)- του γίγνομαι (βλ. και γένημα)].