γυροδρόμος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui court en tournant autour.<br />'''Étymologie:''' [[γῦρος]], [[δραμεῖν]].
|btext=ος, ον :<br />qui court en tournant autour.<br />'''Étymologie:''' [[γῦρος]], [[δραμεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''γῡροδρόμος:''' [[вращающийся]], [[кружащийся]] ([[πέτρος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γῡροδρόμος:''' -ον, αυτός που τρέχει γύρω γύρω, κυκλικά, αυτός που περιστρέφεται σε κύκλο, σε Ανθ.
|lsmtext='''γῡροδρόμος:''' -ον, αυτός που τρέχει γύρω γύρω, κυκλικά, αυτός που περιστρέφεται σε κύκλο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''γῡροδρόμος:''' [[вращающийся]], [[кружащийся]] ([[πέτρος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[running]] [[round]] in a [[circle]], Anth.
|mdlsjtxt=<br />[[running]] [[round]] in a [[circle]], Anth.
}}
}}

Revision as of 12:38, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῡροδρόμος Medium diacritics: γυροδρόμος Low diacritics: γυροδρόμος Capitals: ΓΥΡΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: gyrodrómos Transliteration B: gyrodromos Transliteration C: gyrodromos Beta Code: gurodro/mos

English (LSJ)

ον, running round in a circle, πέτρος a millstone, AP9.20.

Spanish (DGE)

(γῡροδρόμος) -ον que gira en círculo πέτρος AP 9.20.

German (Pape)

[Seite 512] πέτρος, im Kreise umlaufend, Archi. 25 (IX, 20).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court en tournant autour.
Étymologie: γῦρος, δραμεῖν.

Russian (Dvoretsky)

γῡροδρόμος: вращающийся, кружащийся (πέτρος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

γῡροδρόμος: -ον, ὁ εἰς κύκλον περιστρεφόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 20.

Greek Monolingual

γυροδρόμος, -ον (Α)
αυτός που περιστρέφεται κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γύρος + -δρόμος < δρόμος.

Greek Monotonic

γῡροδρόμος: -ον, αυτός που τρέχει γύρω γύρω, κυκλικά, αυτός που περιστρέφεται σε κύκλο, σε Ανθ.

Middle Liddell


running round in a circle, Anth.