γραοσόβης: Difference between revisions
Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ' ἀμμορίην τ' ἀνθρώπων → Zeus knows what is man's fate and what is not, Zeus knows man's good and bad fortune
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui poursuit les vieilles, coureur de vieilles.<br />'''Étymologie:''' [[γραῦς]], [[σοβέω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />qui poursuit les vieilles, coureur de vieilles.<br />'''Étymologie:''' [[γραῦς]], [[σοβέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γρᾱοσόβης:''' ου ὁ ирон. гоняющийся за старухами Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γρᾱοσόβης:''' -ου, ὁ ([[γραῦς]], [[σοβέω]]), αυτός που διώκει ή τρομάζει ηλικιωμένες γυναίκες, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''γρᾱοσόβης:''' -ου, ὁ ([[γραῦς]], [[σοβέω]]), αυτός που διώκει ή τρομάζει ηλικιωμένες γυναίκες, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[γραῦς]], [[σοβέω]]<br />scaring old women, Ar. | |mdlsjtxt=[[γραῦς]], [[σοβέω]]<br />scaring old women, Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, lover of old women, Ar.Pax812; cf. Sch.ad loc., and v. σοβάς.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): γραιο- Sud., Zonar.
1 amante, perseguidor de viejas γραοσόβαι μιαροί Ar.Pax 812, cf. Sch.ad loc., Sud., Zonar.
2 espanta-viejas Sud.l.c.
German (Pape)
[Seite 505] ὁ, alte Weiber in Bewegung setzend, in obsc. Sinne, Ar. Pax 812.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui poursuit les vieilles, coureur de vieilles.
Étymologie: γραῦς, σοβέω.
Russian (Dvoretsky)
γρᾱοσόβης: ου ὁ ирон. гоняющийся за старухами Arph.
Greek (Liddell-Scott)
γρᾱοσόβης: -ου, ὁ, ὁ γραίας διώκων ἢ ἐκφοβίζων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 812.
Greek Monolingual
γραοσόβης, ο (Α)
εραστής γριάς γυναίκας ο οποίος τήν εκμεταλλεύεται οικονομικά.
Greek Monotonic
γρᾱοσόβης: -ου, ὁ (γραῦς, σοβέω), αυτός που διώκει ή τρομάζει ηλικιωμένες γυναίκες, σε Αριστοφ.