δημόκοινος: Difference between revisions
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />exécuteur public, bourreau.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[κοινός]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />exécuteur public, bourreau.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[κοινός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δημόκοινος:''' ὁ Soph., Isocr., Plut. = [[δήμιος]] II. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δημόκοινος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[δημόσιος]], αυτός που ανήκει στον δήμο<br /><b>2.</b> (για τρόφιμα) κατώτερης ποιότητας<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) ο [[δήμιος]]<br />β) ο κατ' [[επάγγελμα]] [[κίναιδος]]. | |mltxt=[[δημόκοινος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[δημόσιος]], αυτός που ανήκει στον δήμο<br /><b>2.</b> (για τρόφιμα) κατώτερης ποιότητας<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) ο [[δήμιος]]<br />β) ο κατ' [[επάγγελμα]] [[κίναιδος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 3 October 2022
English (LSJ)
(sc. δοῦλος), ὁ, A = δήμιος 11, executioner, S.Fr.780, Antipho 1.20, Isoc.17.15. 2 = πόρνος, Hsch. II as adjective, δημόκοινος, ον, vile, common, of coarse food, Lyc. Trag.2.4.
Spanish (DGE)
-ον
I vulgar, ordinario de una comida, Lyc.Fr.2.9.
II subst. ὁ δ.
1 ejecutor público, verdugo οἷος γὰρ ἡμῶν δ. οἴχεται S.Fr.780, τῷ γὰρ δημοκοίνῳ ... παρεδόθη Antipho 1.20, cf. Isoc.17.15, Plu.2.552f, 828f, Hdn.Philet.195, fig. ἀνδροφόνων καὶ δημοκοίνων θίασος Ph.2.559.
2 puto Hsch.
German (Pape)
[Seite 563] ὁ, = δήμιος, Folterknecht, Henker, Antipho 1, 20; Isocr. 1 5, 17. – Als adj., unter dem Volk gemein, θέρμος Lycophr. bei Ath. X, 420 b.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
exécuteur public, bourreau.
Étymologie: δῆμος, κοινός.
Russian (Dvoretsky)
δημόκοινος: ὁ Soph., Isocr., Plut. = δήμιος II.
Greek (Liddell-Scott)
δημόκοινος: (ἐνν. δοῦλος), ὁ,= δήμιος ΙΙ, ὁ ἐκτελῶν τὰς θανατικὰς ποινάς, Σοφ. Ἀποσπ. 869, Ἀντιφῶν 113. 33, Ἰσοκρ. 361D.
Greek Monolingual
δημόκοινος, -ον (Α)
1. ο δημόσιος, αυτός που ανήκει στον δήμο
2. (για τρόφιμα) κατώτερης ποιότητας
3. το αρσ. ως ουσ. α) ο δήμιος
β) ο κατ' επάγγελμα κίναιδος.