διθυραμβοδιδάσκαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />poète dithyrambique entraînant son propre chœur.<br />'''Étymologie:''' [[διθύραμβος]], [[διδάσκαλος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />poète dithyrambique entraînant son propre chœur.<br />'''Étymologie:''' [[διθύραμβος]], [[διδάσκαλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δῑθῠραμβοδιδάσκαλος:''' ὁ [[автор дифирамбов]] (руководящий разучиванием своих произведений) Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῑθῠραμβοδῐδάσκᾰλος:''' ὁ, [[ποιητής]] που συνέθετε διθυράμβους και ο [[οποίος]] δίδασκε το δικό του χορό, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''δῑθῠραμβοδῐδάσκᾰλος:''' ὁ, [[ποιητής]] που συνέθετε διθυράμβους και ο [[οποίος]] δίδασκε το δικό του χορό, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δῑθῠραμβοδιδάσκαλος:''' ὁ [[автор дифирамбов]] (руководящий разучиванием своих произведений) Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:45, 3 October 2022

English (LSJ)

ὁ, dithyrambic poet who trained his own chorus, Ar. Pax829.

Spanish (DGE)

(δῑθῠραμβοδῐδάσκᾰλος) -ου, ὁ el que enseña a un coro a recitar el ditirambo Ar.Pax 829, cf. Sud.

German (Pape)

[Seite 624] ὁ, der Dithyramben zum Aufführen einübt und zugleich der Dichter ist, Ar. Pax 829.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
poète dithyrambique entraînant son propre chœur.
Étymologie: διθύραμβος, διδάσκαλος.

Russian (Dvoretsky)

δῑθῠραμβοδιδάσκαλος:автор дифирамбов (руководящий разучиванием своих произведений) Arph.

Greek (Liddell-Scott)

δῑθῠραμβοδῐδάσκαλος: ὁ, ὁ διθυραμβικὸς ποιητὴς ὁ διδάσκων τὸν ἴδιόν του χορόν, Ἀριστ. Εἰρ. 828· ἴδε διδάσκω ΙΙ.

Greek Monolingual

διθυραμβοδιδάσκαλος, ο (Α)
ποιητής και δάσκαλος συγχρόνως τών διθυράμβων.

Greek Monotonic

δῑθῠραμβοδῐδάσκᾰλος: ὁ, ποιητής που συνέθετε διθυράμβους και ο οποίος δίδασκε το δικό του χορό, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

δῑθῠραμβο-δῐδάσκᾰλος, ὁ, n
the dithyrambic poet who taught his own chorus, Ar.

English (Woodhouse)

dithyrambic poet

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)