διερευνητής: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />explorateur, investigateur.<br />'''Étymologie:''' [[διερευνάω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />explorateur, investigateur.<br />'''Étymologie:''' [[διερευνάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διερευνητής:''' ου ὁ разведчик (διερευνηταὶ καὶ σκοποί Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διερευνητής:''' -οῦ, ὁ, [[ανιχνευτής]] ή [[κατάσκοπος]], σε Ξεν. | |lsmtext='''διερευνητής:''' -οῦ, ὁ, [[ανιχνευτής]] ή [[κατάσκοπος]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[διερευνητής]], οῦ, <i>n</i> [from [[διερευνάω]]<br />a [[scout]] or [[vidette]], Xen. | |mdlsjtxt=[[διερευνητής]], οῦ, <i>n</i> [from [[διερευνάω]]<br />a [[scout]] or [[vidette]], Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 3 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A scout or vedette, X. Cyr.5.4.4, 6.3.2. II spy, D.H.4.43.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
explorador X.Cyr.5.4.4, 6.3.2
•espía, agente D.H.4.43, D.C.79.13.4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
explorateur, investigateur.
Étymologie: διερευνάω.
Russian (Dvoretsky)
διερευνητής: ου ὁ разведчик (διερευνηταὶ καὶ σκοποί Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
διερευνητής: -οῦ, ὁ ἀκριβὴς ἐρευνητής, κατοπτευτής, Ξεν. Κύρ, 5. 4, 4., 6. 3, 2.
Greek Monolingual
ο (Α διερευνητής) διερευνώ
σχολαστικός ερευνητής ή μελετητής
αρχ.
κατάσκοπος.
Greek Monotonic
διερευνητής: -οῦ, ὁ, ανιχνευτής ή κατάσκοπος, σε Ξεν.
Middle Liddell
διερευνητής, οῦ, n [from διερευνάω
a scout or vidette, Xen.