διτάλαντος: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui pèse <i>ou</i> vaut deux talents.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[τάλαντον]].
|btext=ος, ον :<br />qui pèse <i>ou</i> vaut deux talents.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[τάλαντον]].
}}
{{elru
|elrutext='''διτάλαντος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[весом в два таланта]] ([[λίθος]] Her.; [[πανοπλία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[стоимостью в два таланта]] ([[οἶκος]] Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐτάλαντος:''' -ον ([[τάλαντον]]), αυτός που αξίζει ή ζυγίζει [[δύο]] τάλαντα, σε Ηρόδ.· αυτός που στοιχίζει [[δύο]] τάλαντα, σε Δημ.
|lsmtext='''δῐτάλαντος:''' -ον ([[τάλαντον]]), αυτός που αξίζει ή ζυγίζει [[δύο]] τάλαντα, σε Ηρόδ.· αυτός που στοιχίζει [[δύο]] τάλαντα, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''διτάλαντος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[весом в два таланта]] ([[λίθος]] Her.; [[πανοπλία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[стоимостью в два таланта]] ([[οἶκος]] Dem.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:51, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐτάλαντος Medium diacritics: διτάλαντος Low diacritics: διτάλαντος Capitals: ΔΙΤΑΛΑΝΤΟΣ
Transliteration A: ditálantos Transliteration B: ditalantos Transliteration C: ditalantos Beta Code: dita/lantos

English (LSJ)

[τᾰ], ον, weighing two talents, σταθμός Hdt.1.50, 2.96; worth two talents, δ. εἶχες ἔρανον D.18.312; οἶκοι δ. Id.27.64: neut. as substantive, δ. ἀργυρίου LXX 4 Ki.5.23.

Spanish (DGE)

-ον
1 que pesa dos talentos ἡμιπλίνθια Hdt.1.50, λίθος Hdt.2.96, πλίνθοι D.S.16.56, πανοπλία Plu.Demetr.21, ὁλκή Luc.Nau.20, ἐκπώματα Luc.Nau.39.
2 que vale dos talentos διτάλαντον δ' εἶχες ἔρανον D.18.312, οἶκοι D.27.64, φίλημα Luc.DMort.20.3
de dos talentos μισθός Philostr.VS 525
neutr. subst. δ. ἀργυρίου LXX 4Re.5.23, cf. Poll.9.54, δραχμῶν δ. TAM 3.798.15 (Termeso II d.C.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pèse ou vaut deux talents.
Étymologie: δίς, τάλαντον.

Russian (Dvoretsky)

διτάλαντος:
1) весом в два таланта (λίθος Her.; πανοπλία Plut.);
2) стоимостью в два таланта (οἶκος Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐτάλαντος: -ον, ἀξίζων ἢ ζυγίζων δύο τάλαντα, Ἡρόδ. 1. 50., 2. 96· δ. εἶχες ἔρανον Δημ. 329. 17.

Greek Monolingual

διτάλαντος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει βάρος δύο ταλάντων
2. αυτός που αξίζει δύο τάλαντα
3. το ουδ. ως ουσ. το διτάλαντον
δύο τάλαντα.

Greek Monotonic

δῐτάλαντος: -ον (τάλαντον), αυτός που αξίζει ή ζυγίζει δύο τάλαντα, σε Ηρόδ.· αυτός που στοιχίζει δύο τάλαντα, σε Δημ.

Middle Liddell

δῐ-τάλαντος, ον adj τάλαντον
worth or weighing two talents, Hdt.: costing two talents, Dem.

English (Woodhouse)

worth two talents

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)