δυσήνιος: Difference between revisions
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0680.png Seite 680]] dasselbe, Sp.; Galen. und Hesych. von [[ἀνία]], gleichsam [[δυσάνιος]], sehr betrübt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0680.png Seite 680]] dasselbe, Sp.; Galen. und Hesych. von [[ἀνία]], gleichsam [[δυσάνιος]], sehr betrübt. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσήνιος:''' [[непокорный]], [[своенравный]] ([[γυνή]] Men.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ια, -ιο (AM [[δυσήνιος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που δύσκολα ανέχεται [[χαλινάρι]], ο [[αδάμαστος]]<br /><b>2.</b> απείθαρχος, [[ανυπότακτος]].<br /><b>(II)</b><br />[[δυσήνιος]], -ον (Α)<br />ο [[δυσάνιος]], αυτός που εύκολα πέφτει σε [[ανία]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ια, -ιο (AM [[δυσήνιος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που δύσκολα ανέχεται [[χαλινάρι]], ο [[αδάμαστος]]<br /><b>2.</b> απείθαρχος, [[ανυπότακτος]].<br /><b>(II)</b><br />[[δυσήνιος]], -ον (Α)<br />ο [[δυσάνιος]], αυτός που εύκολα πέφτει σε [[ανία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (> ἀνία) = δυσάνιος (soon vexed, ill to please, vexed, annoyed), ill at ease, uneasy, Hp. Epid. 3.17. ιαʹ codd.
Spanish (DGE)
v. δυσάνιος.
-ον
difícil de contener con las riendas, indómito, fiero πῶλοι Epict.Gnom.63, Gr.Nyss.Virg.332.18, Ast.Am.Hom.10.18.1, ἵππος Poll.1.197, cf. Philostr.VA 1.13, Basil.Gent.9 (p.57), Chrys.M.49.21
•fig. irrefrenable, incontrolable ἀποφορά Amph.Or.3.118, μακρὸν καὶ δυσήνιον τὸ πέλαγος Amph.Or.8.117
•de pers. indómito, desobediente, difícil οὐκ ὀλίγην μοῖραν τῶν προσοικούντων βαρβάρων δυσπειθῆ καὶ δυσήνιον Them.Or.11.149c, παῖδες Clem.Al.Paed.1.11.96, c. dat. δ. νουθεσίαις Them.Or.34.460.
German (Pape)
[Seite 680] dasselbe, Sp.; Galen. und Hesych. von ἀνία, gleichsam δυσάνιος, sehr betrübt.
Russian (Dvoretsky)
δυσήνιος: непокорный, своенравный (γυνή Men.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσήνιος: -ον, (ἡνία) = τῷ προηγ., ἀπειθής, δυσπειθής, γυνὴ Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 259α. Β. (ἀνία) = δυσάνιος, εὐκόλως ἀνιώμενος, μικρόλυπος, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1108.
Greek Monolingual
(I)
-ια, -ιο (AM δυσήνιος, -ον)
1. (για ζώα) αυτός που δύσκολα ανέχεται χαλινάρι, ο αδάμαστος
2. απείθαρχος, ανυπότακτος.
(II)
δυσήνιος, -ον (Α)
ο δυσάνιος, αυτός που εύκολα πέφτει σε ανία.