δύσοιστος: Difference between revisions
τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />difficile à supporter, intolérable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[φέρω]]. | |btext=ος, ον :<br />difficile à supporter, intolérable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[φέρω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσοιστος:''' [[невыносимый]] (ἄλγη Aesch.; πόνοι Soph.; [[φορτίον]] Plut.): βίου δύσοιστον ἔχειν τροφάν Soph. с трудом добывать себе пропитание. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύσοιστος:''' -ον, αυτός που δύσκολα γίνεται [[ανεκτός]], [[ανυπόφορος]], [[αφόρητος]], σε Αισχύλ., Σοφ. | |lsmtext='''δύσοιστος:''' -ον, αυτός που δύσκολα γίνεται [[ανεκτός]], [[ανυπόφορος]], [[αφόρητος]], σε Αισχύλ., Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:02, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (οἴσω) hard to bear, insufferable, ὀδμή Hp.Mul.2.181; πήματα, ἄλγη, πόνοι, A.Pr.690 (lyr.), Ch.745, S.Ph.508 (lyr.); βίου δύσοιστον ἕξομεν τροφάν Id.OC 1688 (lyr.); δ. ἀήρ Str.12.3.40; ὀργή Jul.Gal.161b.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
I insoportable, difícil de soportar πήματα A.Pr.690, ἄλγη A.Ch.745, cf. Eu.789, 819, πόνοι S.Ph.508, ὀδμή Hp.Mul.2.181, πῶς βίου δύσοιστον ἕξομεν τροφάν; ¿cómo obtendremos un penoso sustento para nuestras vidas?, e.e. obtendremos sustento para nuestra penosa vida S.OC 1688, ἀήρ Str.12.3.40, ὀργή Iul.Gal.33.161b, τὸ μὲν συναγωνιᾶν ... οὐ πάνυ δύσοιστον τοῖς ἐλευθέροις καὶ γενναίοις ἐστίν Plu.2.96a, cf. 547d, 830a.
II adv. -ως de manera insoportable Poll.3.130.
German (Pape)
[Seite 685] unerträglich; πήματα Aesch. Prom. 691; πόνοι Soph. Phil. 506; O. C. 1684; – Strab.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à supporter, intolérable.
Étymologie: δυσ-, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
δύσοιστος: невыносимый (ἄλγη Aesch.; πόνοι Soph.; φορτίον Plut.): βίου δύσοιστον ἔχειν τροφάν Soph. с трудом добывать себе пропитание.
Greek (Liddell-Scott)
δύσοιστος: -ον, (οἴσω, φέρω) ὃν δυσκόλως ὑποφέρει τις, ἀνυπόφορος, ἀφόρητος, πήματα, ἄλγη, πόνοι Αἰσχύλ. Πρ. 691, Χο. 745, Σοφ. Φ. 507· βίου δύσοιστον ἔχειν τροφὰν ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1687· δ. ἀὴρ Στράβων 562.
Greek Monolingual
δύσοιστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα υποφέρεται ή υπομένεται («δύσοιστα πήματα», Αισχ.).
Greek Monotonic
δύσοιστος: -ον, αυτός που δύσκολα γίνεται ανεκτός, ανυπόφορος, αφόρητος, σε Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
δύσ-οιστος, ον
hard to bear, insufferable, Aesch., Soph. fut. mid. of δύω.