εὐθύδικος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />simplement <i>ou</i> strictement juste.<br />'''Étymologie:''' [[εὐθύς]], [[δίκη]].
|btext=ος, ον :<br />simplement <i>ou</i> strictement juste.<br />'''Étymologie:''' [[εὐθύς]], [[δίκη]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐθύδῐκος:''' [[правосудный]], [[справедливый]] ([[οἶκοι]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐθύδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), αυτός που δικάζει δίκαια, σε Αισχύλ., Ανθ.
|lsmtext='''εὐθύδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), αυτός που δικάζει δίκαια, σε Αισχύλ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐθύδῐκος:''' [[правосудный]], [[справедливый]] ([[οἶκοι]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εὐθύ]]-δῐκος, ον [[δίκη]]<br />[[righteous]]-judging, Aesch., Anth.
|mdlsjtxt=[[εὐθύ]]-δῐκος, ον [[δίκη]]<br />[[righteous]]-judging, Aesch., Anth.
}}
}}

Revision as of 13:13, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῠδῐκος Medium diacritics: εὐθύδικος Low diacritics: ευθύδικος Capitals: ΕΥΘΥΔΙΚΟΣ
Transliteration A: euthýdikos Transliteration B: euthydikos Transliteration C: efthydikos Beta Code: eu)qu/dikos

English (LSJ)

ον, A righteous-judging, B.5.6, A.Ag.761 (lyr.), AP6.346 (Anacr.). II εὐθύδικον, τό, = εὐθυδικία, IG5(2).357.25 (Stymphalus, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1070] gerad, gerecht richtend, gerecht, Aesch. Ag. 739 οἴκων γὰρ εὐθυδίκων καλλίπαις πότμος ἀεί, auch im fem., εὐθυδίκαι, richtiger εὐθύδικαι, von den Eumeniden, Eum. 502; Anacr. ep. 13 (VI, 346).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
simplement ou strictement juste.
Étymologie: εὐθύς, δίκη.

Russian (Dvoretsky)

εὐθύδῐκος: правосудный, справедливый (οἶκοι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐθύδῐκος: -ον, ὁ δικαίως δικάζων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 761, Ἀνθ. Π. 6. 346· ἀντὶ τοῦ εὐθυδίκαι ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 312, ὁ Ἕρμανν. διορθοῖ εὐθυδίκαιοι· πρβλ. ὀρθοδίκαιος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐθύδικος, -ον)
αυτός που κρίνει σωστά, αυτός που δικάζει δίκαια
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθύδικον
η ευθυδικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -δικος < δίκη (πρβλ. ά-δικος, κατά-δικος)].

Greek Monotonic

εὐθύδῐκος: -ον (δίκη), αυτός που δικάζει δίκαια, σε Αισχύλ., Ανθ.

Middle Liddell

εὐθύ-δῐκος, ον δίκη
righteous-judging, Aesch., Anth.