εὐναιετάων: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=οντος;<br />bien situé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ναιετάω]].
|btext=οντος;<br />bien situé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ναιετάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐναιετάων:''' ουσα, ον<br /><b class="num">1)</b> [[удобный для жилья]], [[благоустроенный]] или [[уютный]] (δόμοι, μέγαρα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[хорошо населенный]], [[многолюдный]] ([[πόλις]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 13: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐναιετάων:''' -ουσα, -ον ([[ναιετάω]]), [[καλά]] τοποθετημένος, αυτός που βρίσκεται σε [[καλή]] [[τοποθεσία]], λέγεται για πόλεις και σπίτια, σε Όμηρ.· ομοίως επίσης, <i>εὐ-ναιόμενος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''εὐναιετάων:''' -ουσα, -ον ([[ναιετάω]]), [[καλά]] τοποθετημένος, αυτός που βρίσκεται σε [[καλή]] [[τοποθεσία]], λέγεται για πόλεις και σπίτια, σε Όμηρ.· ομοίως επίσης, <i>εὐ-ναιόμενος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐναιετάων:''' ουσα, ον<br /><b class="num">1)</b> [[удобный для жилья]], [[благоустроенный]] или [[уютный]] (δόμοι, μέγαρα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[хорошо населенный]], [[многолюдный]] ([[πόλις]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ναιετάω]]<br />well-[[situated]], of cities and houses, Hom.:—so also εὐ-ναιόμενος, Il.
|mdlsjtxt=[[ναιετάω]]<br />well-[[situated]], of cities and houses, Hom.:—so also εὐ-ναιόμενος, Il.
}}
}}

Revision as of 13:14, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 1082] ουσα, ον, gut zu bewohnen, Hom. πόλις, δόμοι, μέγαρα.

French (Bailly abrégé)

οντος;
bien situé.
Étymologie: εὖ, ναιετάω.

Russian (Dvoretsky)

εὐναιετάων: ουσα, ον
1) удобный для жилья, благоустроенный или уютный (δόμοι, μέγαρα Hom.);
2) хорошо населенный, многолюдный (πόλις Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐναιετάων: -ουσα, -ον, καλῶς τοποθετημένος, καλῶς κατῳκημένος, Ὁμηρικ. ἐπίθ. τῶν λέξεων πόλις, δόμοι, μέγαρα· οὕτω καὶ εὐναιόμενος, η, ον, ἐν τῇ Ἰλ…, ὡς ἐπίθ. τοῦ πόλιςπτολίεθρον ὡσαύτως, ἐν Βουδείῳ εὐν. Ἰλ. Π. 572· ἐς Σιδονίην εὐν. Ὀδ. Ν. 285. - Δεν ὑπάρχει ῥῆμα εὐναίομαι ἢ εὐναιετάω, δι’ ὃ ἐν ταῖς νεωτέραις καὶ ἀρίσταις ἐκδόσεσι γράφεται διηρημένως, εὖ ναιετάων, εὖ ναιόμενος, ἀλλὰ πρβλ. Splitzn ἐν Ἰλ. Α. 164.

English (Autenrieth)

see ναιετάω.

Greek Monotonic

εὐναιετάων: -ουσα, -ον (ναιετάω), καλά τοποθετημένος, αυτός που βρίσκεται σε καλή τοποθεσία, λέγεται για πόλεις και σπίτια, σε Όμηρ.· ομοίως επίσης, εὐ-ναιόμενος, , -ον, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ναιετάω
well-situated, of cities and houses, Hom.:—so also εὐ-ναιόμενος, Il.