εὔαθλος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui combat avec honneur <i>ou</i> succès;<br /><b>2</b> glorieusement disputé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἆθλον]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui combat avec honneur <i>ou</i> succès;<br /><b>2</b> glorieusement disputé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἆθλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔαθλος:''' [[успешно борющийся]], [[побеждающий]] Pind.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔαθλος:''' -ον, αυτός που έχει κερδηθεί με θεμιτό τρόπο, σε Ανθ.
|lsmtext='''εὔαθλος:''' -ον, αυτός που έχει κερδηθεί με θεμιτό τρόπο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔαθλος:''' [[успешно борющийся]], [[побеждающий]] Pind.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-αθλος, ον<br />[[happily]] won, Anth.
|mdlsjtxt=εὔ-αθλος, ον<br />[[happily]] won, Anth.
}}
}}

Revision as of 13:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔαθλος Medium diacritics: εὔαθλος Low diacritics: εύαθλος Capitals: ΕΥΑΘΛΟΣ
Transliteration A: eúathlos Transliteration B: euathlos Transliteration C: eyathlos Beta Code: eu)/aqlos

English (LSJ)

ον, A successful in contests, Pi.I.6(5).3. II happily won, γέρα APl.5.363.

German (Pape)

[Seite 1055] glücklich kämpfend, Pind. I. 5, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui combat avec honneur ou succès;
2 glorieusement disputé.
Étymologie: εὖ, ἆθλον.

Russian (Dvoretsky)

εὔαθλος: успешно борющийся, побеждающий Pind.

Greek (Liddell-Scott)

εὔαθλος: -ον, ὁ εὐδοκιμῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πίνδ. Ι. 5 (6). 3· ὡς ὄνομα κύριον ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 710. ΙΙ. ὁ καλῶς κερδηθείς, εὐάθλων γεράων Ἀνθ. Πλαν. 4. 363.

Greek Monolingual

εὔαθλος και εὐάεθλος, -ον (Α)
1. αυτός που αγωνίζεται με επιτυχία, ο νικητής («κίρναμεν... εὐαέθλου γενεᾱς ὕπερ», Πίνδ.)
2. αυτός που κερδήθηκε σε νίκη («εὐάθλων γεράων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αθλος (< άθλον), πρβλ. πέντ-αθλος].

Greek Monotonic

εὔαθλος: -ον, αυτός που έχει κερδηθεί με θεμιτό τρόπο, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὔ-αθλος, ον
happily won, Anth.