θεμείλια: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br /><i>c.</i> [[θέμεθλον]].
|btext=ων ([[τά]]) :<br /><i>c.</i> [[θέμεθλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''θεμείλια:''' τά Hom., HH, Anth. = [[θέμεθλα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θεμείλια:''' τά, = [[θέμεθλα]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, θέμειλα, σε Ανθ. Π.
|lsmtext='''θεμείλια:''' τά, = [[θέμεθλα]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, θέμειλα, σε Ανθ. Π.
}}
{{elru
|elrutext='''θεμείλια:''' τά Hom., HH, Anth. = [[θέμεθλα]].
}}
}}

Revision as of 13:28, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμείλια Medium diacritics: θεμείλια Low diacritics: θεμείλια Capitals: ΘΕΜΕΙΛΙΑ
Transliteration A: themeília Transliteration B: themeilia Transliteration C: themeilia Beta Code: qemei/lia

English (LSJ)

τά,= θέμεθλα, θεμείλια… τὰ θέσαν μογέοντες Ἀχαιοί Il. 12.28; θ. τε προβάλοντο 23.255; διέθηκε θ. h.Ap.254; θ. καρτερὰ πήξας AP9.808 (Cyrus), cf. Call.Del.260, Opp.H.5.680: θέμειλα, Epigr.Gr.1078.3 (Adana): sg. θέμειλον, AP9.649 (Maced.), 14.115.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
c. θέμεθλον.

Russian (Dvoretsky)

θεμείλια: τά Hom., HH, Anth. = θέμεθλα.

Greek (Liddell-Scott)

θεμείλια: τά = θέμεθλα, θεμείλια.., τὰ θέσαν μογέοντες Ἀχαιοὶ Ἰλ. Μ. 28· θεμ. τε προβάλοντο Ψ. 255· διέθηκε θεμ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 254· θεμ. καρτερὰ πήξας Ἀνθ. Π. 9. 808· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 680. Καλλ. εἰς Δῆλ. 260. - Ὁ τύπος θέμειλα εὕρηται ἐν Ἀνθ. Π. παράρτ. 270, κ. ἀλλ.· ἑνικ. θέμειλον Ἀνθ. Π. 9. 649., 14. 115. - Πρβλ. θεμέλιος.

Greek Monolingual

θεμείλια, τα (Α)
επικ. τ. αντί θεμέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεμός].

Greek Monotonic

θεμείλια: τά, = θέμεθλα, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, θέμειλα, σε Ανθ. Π.