θολώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1214.png Seite 1214]] ες, = [[θολοειδής]], Hippocr.; Arist. H. A. 9, 37 vbdt ἐν τοῖς ἀμμώδεσι ἢ θολώδεσι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1214.png Seite 1214]] ες, = [[θολοειδής]], Hippocr.; Arist. H. A. 9, 37 vbdt ἐν τοῖς ἀμμώδεσι ἢ θολώδεσι.
}}
{{elru
|elrutext='''θολώδης:''' [[наполненный мутью]], [[помутневший]] (ἐν τοῖς θολώδεσιν - sc. τόποις - κρύπτει ἑαυτὸν ὁ [[βάτραχος]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θολώδης]], -ες ΑΜ<br />[[θολός]]<br />([[κυρίως]] για [[νερό]] ή καπνό ή [[φωτιά]]) [[θολός]], [[ακάθαρτος]], [[ταραγμένος]], [[βορβορώδης]].
|mltxt=[[θολώδης]], -ες ΑΜ<br />[[θολός]]<br />([[κυρίως]] για [[νερό]] ή καπνό ή [[φωτιά]]) [[θολός]], [[ακάθαρτος]], [[ταραγμένος]], [[βορβορώδης]].
}}
{{elru
|elrutext='''θολώδης:''' [[наполненный мутью]], [[помутневший]] (ἐν τοῖς θολώδεσιν - sc. τόποις - κρύπτει ἑαυτὸν ὁ [[βάτραχος]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 13:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θολώδης Medium diacritics: θολώδης Low diacritics: θολώδης Capitals: ΘΟΛΩΔΗΣ
Transliteration A: tholṓdēs Transliteration B: tholōdēs Transliteration C: tholodis Beta Code: qolw/dhs

English (LSJ)

ες, muddy, turbid, of water, Hp.Aër.8 (Sup. -έστατος) ; ἐν τοῖς ἀμμώδεσι ἢ θολώδεσι Arist.HA 620b16; also θ. καπνός Vett.Val.345.21; πῦρ lamb.Myst.2.4.

German (Pape)

[Seite 1214] ες, = θολοειδής, Hippocr.; Arist. H. A. 9, 37 vbdt ἐν τοῖς ἀμμώδεσι ἢ θολώδεσι.

Russian (Dvoretsky)

θολώδης: наполненный мутью, помутневший (ἐν τοῖς θολώδεσιν - sc. τόποις - κρύπτει ἑαυτὸν ὁ βάτραχος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

θολώδης: -ες, τεθολωμένος, βορβορώδης, ἀκάθαρτος, ἐπὶ ὕδατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285 (ἐν τῷ ὑπερθ. -έστατος)· ἐν ταῖς ἀμμώδεσι ἢ θολώδεσι Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 37, 2.

Greek Monolingual

θολώδης, -ες ΑΜ
θολός
(κυρίως για νερό ή καπνό ή φωτιά) θολός, ακάθαρτος, ταραγμένος, βορβορώδης.