θεόκτιστος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1196.png Seite 1196]] von Gott erbau't, gemacht, p. bei Ar. Poet. 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1196.png Seite 1196]] von Gott erbau't, gemacht, p. bei Ar. Poet. 21.
}}
{{elru
|elrutext='''θεόκτιστος:''' [[созданный богами]], [[богосотворенный]] ([[φλόξ]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και θεόχτιοτος, -η, -ο (AM θεόκτιοτος, -ον, Α και [[θεόκτιτος]], -ον, θηλ. και θεοκτίστη και θεοκτίστα)<br />ο κτισμένος από θεό, ο δημιουργημένος από θεό<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο πολύ [[ογκώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θεόκτιστον</i><br />[[ονομασία]] κολλυρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]]), [[πρβλ]]. [[άκτιστος]], [[νεόκτιστος]]].
|mltxt=και θεόχτιοτος, -η, -ο (AM θεόκτιοτος, -ον, Α και [[θεόκτιτος]], -ον, θηλ. και θεοκτίστη και θεοκτίστα)<br />ο κτισμένος από θεό, ο δημιουργημένος από θεό<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο πολύ [[ογκώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θεόκτιστον</i><br />[[ονομασία]] κολλυρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]]), [[πρβλ]]. [[άκτιστος]], [[νεόκτιστος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''θεόκτιστος:''' [[созданный богами]], [[богосотворенный]] ([[φλόξ]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 13:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόκτιστος Medium diacritics: θεόκτιστος Low diacritics: θεόκτιστος Capitals: ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: theóktistos Transliteration B: theoktistos Transliteration C: theoktistos Beta Code: qeo/ktistos

English (LSJ)

ον (also , Dor. αA, -ον Trag.Adesp. 85), created, established, or founded by God, φλόξ l.c., cf. Limen. 36; πόλις OGI168.4 (Egypt, ii B.C., v. corrigenda); νομοθεσία LXX 2 Ma.6.23. II name of an eyesalve, Dessau Inscr.Lat.Sel. 8738.

German (Pape)

[Seite 1196] von Gott erbau't, gemacht, p. bei Ar. Poet. 21.

Russian (Dvoretsky)

θεόκτιστος: созданный богами, богосотворенный (φλόξ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

θεόκτιστος: -ον, καὶ η, ον, δημιουργηθεὶς ὑπὸ θεοῦ, σπείρων θεοκτίσταν φλόγα Τραγ. παρ’ Ἀριστ. Ποιητ. 21, 14.

Greek Monolingual

και θεόχτιοτος, -η, -ο (AM θεόκτιοτος, -ον, Α και θεόκτιτος, -ον, θηλ. και θεοκτίστη και θεοκτίστα)
ο κτισμένος από θεό, ο δημιουργημένος από θεό
νεοελλ.
ο πολύ ογκώδης
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το θεόκτιστον
ονομασία κολλυρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κτιστος (< κτίζω), πρβλ. άκτιστος, νεόκτιστος].